Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σκυθρ-ωπός

См. также в других словарях:

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρωπός — μαρμαρωπός, ή, όν (Α) αυτός που έχει ακτινοβόλα, λαμπερά μάτια («Λύσσα μαρμαρωπός», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + ωπός (ὤψ, ὠπός «μάτι, όψη»), πρβλ. αρρεν ωπός σκυθρ ωπός] …   Dictionary of Greek

  • χιονωπός — όν, ΜΑ 1. αυτός που μοιάζει με χιόνι 2. χιονοφεγγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. ωπός* (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. σκυθρ ωπός, φλογ ωπός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»