-
1 σκυθρωπότης
σκυθρωπότης, ητος, ἡ, das Wesen des σκυϑρωπός, finsteres, mürrisches Wesen; Hippocr.; Luc. Icar. 5.
-
2 σκυθρωποτης
-
3 σκυθρωπότης
σκυθρωπότηςsullenness: fem nom sg -
4 σκυθρωπότης
σκυθρωπότης, ητος, ἡ, das Wesen des σκυϑρωπός, finsteres, mürrisches Wesen -
5 σκυθρωπότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυθρωπότης
-
6 σκυθρωπότητα
σκυθρωπότηςsullenness: fem acc sg -
7 σκυθρωπότητι
σκυθρωπότηςsullenness: fem dat sg -
8 σκυθρωπότητος
σκυθρωπότηςsullenness: fem gen sg
См. также в других словарях:
σκυθρωπότης — sullenness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπότητα — σκυθρωπότης sullenness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπότητι — σκυθρωπότης sullenness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπότητος — σκυθρωπότης sullenness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπότητα — η / σκυθρωπότης, ητος, ΝΑ [σκυθρωπός] η κατάσταση τού σκυθρωπού, έκφραση κακής ψυχικής διάθεσης στο πρόσωπο, σκυθρωπασμός, κατήφεια, κατσουφιά, σκουντούφλιασμα … Dictionary of Greek