Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκυθρωπότης

См. также в других словарях:

  • σκυθρωπότης — sullenness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωπότητα — σκυθρωπότης sullenness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωπότητι — σκυθρωπότης sullenness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωπότητος — σκυθρωπότης sullenness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωπότητα — η / σκυθρωπότης, ητος, ΝΑ [σκυθρωπός] η κατάσταση τού σκυθρωπού, έκφραση κακής ψυχικής διάθεσης στο πρόσωπο, σκυθρωπασμός, κατήφεια, κατσουφιά, σκουντούφλιασμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»