Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σκοίκιον

См. также в других словарях:

  • σκοίκιον — τὸ, Α σκεύος, δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κόϊξ «κάνιστρο» + επίθημα ιον με αρκτικό σ κατ επίδραση τού σκεῦος ή τού σπυρίς «ψαροκόφινο»] …   Dictionary of Greek

  • κόιξ — ο (Α κόϊξ) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη αρχ. 1. είδος αιγυπτιακού φοίνικα, υφαντική η θηβαϊκή 2. κάνιστρο που κατασκευαζόταν από φύλλα φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Μια άλλη ονομ. τού δένδρου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»