-
1 σκουτέλλιον
A scutella, dish, Stud.Pal.20.151.4, al. (vi A.D.), PLond.2.191.10 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκουτέλλιον
См. также в других словарях:
σκούτλιον — και σκουτλίον, τὸ, Α βλ. σκουτέλ(λ)ι … Dictionary of Greek
σκουτέλ(λ)ι — το / σκουτέλλιον, ΝΜΑ, και σκούτλιον και σκουτλίον, Α πιάτο, πινάκι, μικρή γαβάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο στην Αρχαία *σκουτέλλα (< λατ. scutella, υποκορ. του scutra «πιάτο, δίσκος») + υποκορ. κατάλ. ι(ον)] … Dictionary of Greek