Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκοτῶσα

  • 1 σκοτώσα

    σκοτάω
    their sight is darkened: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > σκοτώσα

  • 2 σκοτῶσα

    σκοτάω
    their sight is darkened: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > σκοτῶσα

  • 3 σκότωσα

    σκοτόω
    darken: aor ind act 1st sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > σκότωσα

  • 4 σκοτώσας

    σκοτώσᾱς, σκοτάω
    their sight is darkened: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
    σκοτώσᾱς, σκοτάω
    their sight is darkened: pres part act fem gen sg (doric)
    σκοτώσᾱς, σκοτόω
    darken: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > σκοτώσας

  • 5 σκοτώσασα

    σκοτώσᾱσα, σκοτόω
    darken: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > σκοτώσασα

  • 6 σκοτώνω

    μετ.
    1) убивать; 2) перен. убивать, удручать, приводить в отчаяние; 3) изнурять, мучить; 4) продавать; τό σκότωσα το καινούργιο κοστούμι μου я продал свой новый костюм;

    § σκοτώνω στο ξύλο — избивать до полусмерти;

    σκοτώνω τόν καιρό ( — или την ώρα) — убивать время;

    σκοτώνομαι

    1) — разбиваться насмерть; — гибнуть;

    2) перен. убиваться; изнурять себя, мучить себя;

    σκοτώνομαι στη δουλειά (στο διάβασμα) — изнурять себя работой (учёбой);

    γιατί σκοτώνεσαι; — зачем ты так убиваешься?;

    3) перен. стараться изо всех сил; из кожи лезть, разбиваться в лепёшку (разг);
    4) входить в большие расходы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σκοτώνω

См. также в других словарях:

  • σκοτῶσα — σκοτάω their sight is darkened pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκότωσα — σκοτόω darken aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτώσας — σκοτώσᾱς , σκοτάω their sight is darkened pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) σκοτώσᾱς , σκοτάω their sight is darkened pres part act fem gen sg (doric) σκοτώσᾱς , σκοτόω darken aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτώνω — σκότωσα, σκοτώθηκα, σκοτωμένος 1. θανατώνω κάποιον: Σκότωσε ο τύραννος όλους τους αντιπάλους του. – Σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα. 2. ταλαιπωρώ ψυχικά κάποιον: Αυτή η πράξη του γιου του τον σκότωσε. 3. εξαντλώ κάποιον: Το αφεντικό μάς σκότωσε στη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοτώσασα — σκοτώσᾱσα , σκοτόω darken aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… …   Dictionary of Greek

  • κατέπεφνον — (Α) (ποιητ. τ. αόρ. β χωρίς ενεστ.) έσφαξα, σκότωσα, φόνευσα («ὁ δὲ θαρρήσας κατέπεφνεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἔ πε φν ον (βλ. λ. θείνω)] …   Dictionary of Greek

  • σκοτώνω — σκοτώνω, σκότωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»