-
1 σκοτισμός
-
2 σκοτισμός
σκοτισμόςdarkening: masc nom sg -
3 σκοτισμός
-
4 σκοτισμός
ο1) затемнение; 2) см. σκοτοδίνη; 3) перен. умопомрачение -
5 σκοτισμός
σκοτ-ισμός, ὁ,A darkening,σ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Cleom.1.7
, cf. Eust.849.23; = σκοτοδινία, Ptol.Tetr. 116, Vett.Val.193.9, Hsch. s.v. ἴλιγγος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοτισμός
-
6 ἐπι-σκοτισμός
ἐπι-σκοτισμός, ὁ, dasselbe, Procl.
-
7 σκοτισμοί
σκοτισμόςdarkening: masc nom /voc pl -
8 σκοτισμούς
σκοτισμόςdarkening: masc acc pl -
9 σκοτισμόν
σκοτισμόςdarkening: masc acc sg -
10 σκοτασμός
ο см. σκοτισμός -
11 σκότιση
[-ις (-εως)] η см. σκοτισμός -
12 σκότισμα
το см. σκοτισμός -
13 σκοτισμού
-
14 σκοτισμοῦ
-
15 σκοτισμώ
-
16 σκοτισμῷ
-
17 σκοτισμών
-
18 σκοτισμῶν
-
19 ἐπισκότισις
ἐπι-σκότισις, ἡ, u. ἐπι-σκοτισμός, ὁ, die Verfinsterung
См. также в других словарях:
σκοτισμός — σκοτισμός, ο και σκότισμα, το 1. σκοτείνιασμα. 2. ζάλισμα, ενόχληση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοτισμός — darkening masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμός — ο, ΝΜΑ [σκοτίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτίζω, η μεταβολή σε σκοτάδι, επισκότιση («σκοτισμοὶ καὶ φωτισμοὶ ἀέρος», Κλεομήδ.) 2. σκοτοδίνη («που τόν έπιασε καταχνιά και σκοτισμός και ζάλη», Ερωτόκρ.) 3. μτφ. διανοητική σύγχυση,… … Dictionary of Greek
σκοτισμοί — σκοτισμός darkening masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμοῦ — σκοτισμός darkening masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμούς — σκοτισμός darkening masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμῶν — σκοτισμός darkening masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμῷ — σκοτισμός darkening masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμόν — σκοτισμός darkening masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκότιση — η, Ν [σκοτίζω] 1. η ενέργεια του σκοτίζω, σκοτισμός, σκότισμα 2. σκοτείνιασμα 3. μτφ. διανοητική σύγχυση, θόλωμα τού μυαλού, ζάλη («στού πόθου τση τη σκότιση δε συντηρά άλλα κάλλη», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
σκότισμα — το, Ν [σκοτίζω] ο σκοτισμός … Dictionary of Greek