-
1 σκότι'
σκότια, σκότιοςdark: neut nom /voc /acc plσκότια, σκότιοςdark: neut nom /voc /acc plσκότιε, σκότιοςdark: masc voc sgσκότιε, σκότιοςdark: masc /fem voc sgσκότιαι, σκότιοςdark: fem nom /voc pl -
2 σκοτία
II in Architecture, scotia, cavetto, a sunken moulding, so called from the dark shadow it casts, Vitr.3.5.2, Hsch. -
3 σκότιας
σκότι-ας· δραπέτης, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκότιας
-
4 σκοτιαῖος
A v.l. for σκοταῖος in Poll.1.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοτιαῖος
См. также в других словарях:
σκότι — το, Ν βλ. συκώτι … Dictionary of Greek
σκότι' — σκότια , σκότιος dark neut nom/voc/acc pl σκότια , σκότιος dark neut nom/voc/acc pl σκότιε , σκότιος dark masc voc sg σκότιε , σκότιος dark masc/fem voc sg σκότιαι , σκότιος dark fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκώτι — Βλ. λ. ήπαρ. * * * και σκώτι και σηκώτι και σκότι, το, Ν 1. το ήπαρ 2. φρ. α) «μού πρήξε το συκώτι» i) με στενοχώρησε πολύ ii) με κούρασε με την πολυλογία του β) «θα σού φάω το συκώτι» θα σέ εκδικηθώ πολύ σκληρά γ) «έβγαλε τα συκώτια του» είχε… … Dictionary of Greek
Γουόκερ, Σκοτ — (Scott Walker, Οχάιο 1943 –). Αμερικανός συνθέτης και τραγουδιστής. Ο Γ. αποτελεί μία από τις πλέον αινιγματικές μορφές της ροκ μουσικής της δεκαετίας του 1960. Σχεδόν παντελώς αγνοημένος στην πατρίδα του, γνώρισε μεγάλη επιτυχία για σύντομο… … Dictionary of Greek
Ντούζε, Ελεονόρα — (Eleonora Duse, Βιτζεβάνο, Παβία 1858 – Πίτσμπουργκ, Πενσιλβάνια 1924). Ιταλίδα ηθοποιός. Από οικογένεια καλλιτεχνών, ακολούθησε τους γονείς της στις περιοδείες τους από τη μια επαρχιακή πόλη στην άλλη και όταν έγινε τεσσάρων ετών ανέβηκε για… … Dictionary of Greek
Τσέζαρε ντα Σέστο — (Cesare, Σέστο Καλέντε 1477 – Μιλάνο 1523). Ιταλός ζωγράφος. Σε πολύ νεαρή ηλικία έζησε για μεγάλο διάστημα στο Μιλάνο και αργότερα, μετά το 1514, στη Νάπολη και στη Μεσσήνη. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά σχετικά με τη ζωή του καλλιτέχνη. Από… … Dictionary of Greek