-
1 σκοτίζομαι
{гл., 8}покрываться тьмой, затмевать; страд. тж. меркнуть, помрачаться.Ссылки: Мф. 24:29; Мк. 13:24; Лк. 23:45; Рим. 1:21; 11:10; Еф. 4:18; Откр. 8:12; 9:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκοτίζομαι
-
2 σκοτίζομαι
{гл., 8}покрываться тьмой, затмевать; страд. тж. меркнуть, помрачаться.Ссылки: Мф. 24:29; Мк. 13:24; Лк. 23:45; Рим. 1:21; 11:10; Еф. 4:18; Откр. 8:12; 9:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκοτίζομαι
-
3 σκοτίζομαι
покрываться тьмой, затмевать; страд. также меркнуть, помрачаться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκοτίζομαι
-
4 σκοτίζομαι
σκοτίζωmake dark: pres ind mp 1st sg -
5 σκοτίζομαι
botherΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σκοτίζομαι
-
6 σκοτίζω
μετ.1) затемнять, делать тёмным; 2) перен. омрачать; 3) волновать, беспокоить (кого-л.); досаждать, надоедать, морочить голову (кому-л.);§ σκοτίζω τό κεφάλι μου — ломать себе голову;
σκοτίζομαι — заботиться, беспокоиться, вол- новаться (о ком-чём-л.); — ломать голову (над чём-л.);
μη σκοτίζεσαι — не беспокойся;
§ τί λες εκεί, σκοτίστηκα! или πολύ πού σκοτίστηκα подумаешь, плевать мне на это! -
7 4654
{гл., 8}покрываться тьмой, затмевать; страд. тж. меркнуть, помрачаться.Ссылки: Мф. 24:29; Мк. 13:24; Лк. 23:45; Рим. 1:21; 11:10; Еф. 4:18; Откр. 8:12; 9:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4654
-
8 φωτίζω
Aφωτίσω 1 Ep.Cor.4.5
:—I. abs., shine, give light,ὁ ἄνθραξ [οὐ δύναται] φωτίζειν ὥσπερ ἡ φλόξ Thphr.Ign.30
, cf. Nic.Fr.74.66.II trans., illuminate,ὁ ἥλιος φ. τὸν κόσμον D.S.3.48
, cf. Plu. 2.931b ([voice] Pass.):—[voice] Pass., τὸ φωτιζόμενον, opp. τὸ φωτίζον, ib.936b: opp. σκοτίζομαι, ib.1120e, cf. Luc.Luct.2, Plot.2.3.5; of a planet, Cat.Cod.Astr.11(2).110;πεφωτισμέναι ἡμέραι Orph.Fr. 272
.2 bring to light, make known,τὴν ἑκατέρων αἵρεσιν Plb.22.5.10
, cf. 28.13.10;τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους 1 Ep.Cor.1
.c., cf. 2 Ep.Ti.1.10:—[voice] Pass.,γράμματα ἑαλωκότα καὶ πεφωτισμένα Plb.30.8.1
;φωτισθέντος τοῦ θανάτου Id.15.25.8
.3 enlighten, instruct, teach, φ. τινάς, πῶς .. LXX 4 Ki.17.28;φ. πάντας, τίς ἡ οἰκονομία Ep.Eph.3.9
.4 illuminate with spiritual light,ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ πεφωτισμένος Corp.Herm. 9.3
, cf. 13.18 ([voice] Pass.).b in a special sense, baptize, in [voice] Pass., Ep.Heb.6.4, 10.32. -
9 σκοτίζω
σκοτίζω (σκότος; since Polyb. 12, 15, 10; TestSol; Test12Patr in act.), in our lit., as well as in LXX; Mel., P. 97, 742 (it is not found in En, EpArist, Philo, Joseph.), only pass. σκοτίζομαι: fut. 3 sg. σκοτισθήσεται; 1 aor. ἐσκοτίσθην; pf. ἐσκότισμαι, ptc. ἐσκοτισμένος.① be/become dark, be darkened., lit. (Cleomedes [II A.D.] 2, 4 p. 188, 18; 24 [HZiegler 1891]) of the sun which, in times of tribulation, loses its radiance (Eccl 12:2; Is 13:10) Mt 24:29; Mk 13:24; cp. Rv 8:12; 9:2 v.l. Of the darkening of the sun at Jesus’ death Lk 23:45 v.l.② be/become inwardly darkened, fig. ext. of 1, of the organ of spiritual and moral perception (Polyb. 12, 15, 10 Bütt.-W. v.l.=566 Fgm. 124b, 10 Jac. in the text [the pass. of moral darkening]; Plut., Mor. 1120e; TestReub 3:8, TestLevi 14:4, Gad 6:2 τὸν νοῦν): among polytheists ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία Ro 1:21. σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν 11:10 (Ps 68:24). σκοτίζεσθαι τὴν διάνοιαν be darkened in one’s understanding 2 Cl 19:2; cp. ἐσκοτωμένοι τῇ διανοίᾳ Eph 4:18 v.l.—DELG s.v. σκότος D 5. M-M. TW.
См. также в других словарях:
σκοτίζομαι — σκοτίζομαι, σκοτίστηκα, σκοτισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: σκοτίζομαι : σπάνια χρησιμοποιείται ως παθητικό του σκοτίζω. Συνήθως απαντάται με την έννοια ενδιαφέρομαι (όπως π.χ. στην ειρωνική έκφρ. σκοτίστηκα! → πολύ που με νοιάζει!) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκοτίζομαι — σκοτίζω make dark pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτίζω — ΝΜΑ [σκότος] 1. καθιστώ κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι («τὸν Θεὸν τὸν φωτίζοντα καὶ σκοτίζοντα τὸν κόσμον», επιγρ.) 2. μτφ. α) καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό β) θολώνω το μυαλό, μπερδεύω τη σκέψη (α. «μα ο πόθος την εσκότιζε κι ετύφλωνέ τη πάλι»,… … Dictionary of Greek
αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… … Dictionary of Greek
ενσκοτίζομαι — ἐνσκοτίζομαι (Α) [σκοτίζομαι] βρίσκομαι στο σκοτάδι … Dictionary of Greek
κεφαλοπονώ — και άω (Μ κεφαλοπονώ) [κεφαλόπονος] 1. έχω κεφαλαλγία, υποφέρω από πονοκέφαλο 2. μτφ. νοιάζομαι πολύ, ανησυχώ, σκοτίζομαι … Dictionary of Greek
μαραυγώ — μαραυγῶ, έω (Α) θαμπώνομαι από το πολύ φως, σκοτίζομαι, θαμπώνουν τα μάτια μου («αἱ ἐν τοῑς ὄμμασιν αὐτοῡ κόραι... δοκοῡσι... μαραυγεῑν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο ρ., τού οποίου το β συνθετικό εμφανίζεται και στα σκι αυγῶ, χρυσ αυγῶ (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
πονοκεφαλιάζω — και πονοκεφαλώ, άω, Ν [πονοκέφαλος] 1. ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ, ζαλίζω, σκοτίζω («μέ πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του») 2. νιώθω πνευματική κούραση από υπερβολική ενασχόληση με κάτι, ζαλίζομαι, σκοτίζομαι 3. παρενοχλούμαι πάρα πολύ από θόρυβο… … Dictionary of Greek
ԽԱՒԱՐԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0935 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ձ. ԽԱՒԱՐԻՄ որ եւ ԽԱՒԱՐԱՆԱԼ. σκοτάζομαι, σκοτίζομαι , σκοτόομαι, ἑπισκοτόομαι, συσκοτάζομαι tenebris offundor, obscuror γνοφόομαι caligine obtegor. Խաւարաւ պատիլ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αλαλιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. μτβ., παίρνω από κάποιον το μυαλό, παραζαλίζω: Τα παιδιά την είχαν αλαλιάσει με τις φωνές τους. 2. αμτβ., παραζαλίζομαι, σκοτίζομαι: Ησυχάστε πια κι αλάλιασα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)