Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σκορᾰκισμός

См. также в других словарях:

  • σκορακισμός — contumely masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορακισμός — ὁ, Α [σκορακίζω] 1. εξύβριση, χλευασμός 2. περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • σκορακισμοῦ — σκορακισμός contumely masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορακισμόν — σκορακισμός contumely masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσκοράκιση — η κ. σκορακισμός, ο (Α ἀποσκορακισμός) νεοελλ. (για αρχαία κείμενα) η αποβολή, η απόρριψη των χωρίων που δεν θεωρούνται γνήσια, ο εξοβελισμός αρχ. πλήρης αφαίρεση, αποβολή, απόρριψη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»