-
1 σκορόδων
σκόροδονgarlic: neut gen plσκοροδόωimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)σκοροδόωimperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
2 μώλυζα
-
3 σκόροδον
A garlic, Allium sativum, Hdt. 2.125,4.17, Gal.12.126: pl., Schwyzer 725.5 (Milet., vi B.C.), Hp.Acut. 37;σκορόδων κεφαλαί Ar.Pl. 718
, cf. V. 679; σκορόδοις ἀλείφειν, = σκοροδίζειν, Id. Pax 502; ἵνα μή ποτε σκόροδα φάγῃ μηδὲ κυάμους μέλανας if he doesn't want to eat war-rations, Id.Lys. 690 (on κυάμους in this phrase cf. App.Prov.3.27, Suid.); cf. σκόρδον.II τὰ ς. the garlic-market, Eup.304.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκόροδον
-
4 τριοπηλίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριοπηλίς
-
5 τριτοπηλίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριτοπηλίς
-
6 τρόπαλις
A bundle, bunch, σκορόδων τ. a bunch of garlic, Ar. Ach. 813 (Megar.). ([dialect] Dor. for τρόπηλις, which is given with this accent by Hdn.Gr.1.91; but in Ar. l.c. codd. RAΓ have τροπαλλίδος and Suid. τροφαλλίδος:—cf. τριοπηλίς and τριτοπηλίς.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόπαλις
См. также в других словарях:
σκοροδών — ῶνος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) το τμήμα τού κήπου όπου φυτεύονται σκόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. αμπελ ών)] … Dictionary of Greek
σκορόδων — σκόροδον garlic neut gen pl σκοροδόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σκοροδόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ALLIUM — I. ALLIUM non minus ac cepe et porrum, inter Aegyptiorum olim Numina: de quibus sic Prudentius contra Symmachum l. 2. v. 465. Quadriviis brevioribus ire parati Vilia Niliacis venerantur oluscula in hortis, Porrum et cepe Deos imponcre nubibus… … Hofmann J. Lexicon universale
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
μώλυζα — η (Α μώλυζα) νεοελλ. το φυτό κρόμμυον το σκορδόπρασον αρχ. κεφαλή τού σκόρδου («μώλυζα σκορόδων», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μώλυ + κατάλ. ζα (πρβλ. κόνυ ζα, όρυ ζα)] … Dictionary of Greek
τριτοπηλίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκορόδων δέσμη...». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. τ. αντί τού τρόπαλις* (πρβλ. τροπαλλίς, αττ. τ. τρόπηλις), πιθ. κατ επίδραση τού τρίτος] … Dictionary of Greek