-
1 σκορπιωδες
-
2 σκορπιώδες
σκορπιώδηςscorpion-like: masc /fem voc sgσκορπιώδηςscorpion-like: neut nom /voc /acc sg -
3 σκορπιῶδες
σκορπιώδηςscorpion-like: masc /fem voc sgσκορπιώδηςscorpion-like: neut nom /voc /acc sg -
4 σκορπιώδης
σκορπιώδης, ες, metaph.,II τὸ σκορπιῶδες, Chelifer cancroïdes, an insect found in books, Arist.HA 532a19, cf. 557b10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκορπιώδης
См. также в других словарях:
σκορπιῶδες — σκορπιώδης scorpion like masc/fem voc sg σκορπιώδης scorpion like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιώδης — ῶδες, ΜΑ [σκορπίος] 1. όμοιος με σκορπιό, σκορπιοειδής 2. μτφ. (για πρόσ.) κακός, άγριος, σκληρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιῶδες είδος εντόμου … Dictionary of Greek