Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σκορπίζομαι

  • 1 сыпаться

    σκορπίζομαι, πέφτω

    Русско-греческий словарь > сыпаться

  • 2 разойтись

    1. (рассеяться, исчезнуть) (δια)σκορπίζομαι 2. (оказаться распроданным, раскупленным) καταναλώνομαι, αναλώνομαι, αναλίσκομαι, εξαντλούμαι 3. (уйти в разные стороны, разделиться на несколько частей) (δια)χωρίζομαι 4. (разъединиться, раздвинуться в стороны) ανοίγομαι, ανοίγω 5. (с кем-л. в чём-л.) διαφωνώ 6. (прекратить связь, порвать отношения) χωρίζω, ξεκόβω, διακόπτω (τις σχέσεις) 7. (распро-страниться где-л., среди кого-л.) κυκλοφορώ, διαδίδομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разойтись

  • 3 сыпать

    сыпать ρίχνω" πασπαλίζω (посыпать) \сыпаться σκορπίζομαι, πέφτω
    * * *
    ρίχνω; πασπαλίζω ( посыпать)

    Русско-греческий словарь > сыпать

  • 4 просыпаться

    просы́паться I
    сов см. просыпаться II.
    просыпа́ться II
    несов σκορπίζομαι, χύνομαι.
    просыпа́ться III
    несов ξυπνώ (άμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > просыпаться

  • 5 разбредаться

    разбредаться
    несов, разбрестись сов σκορπίζω (άμετ.), σκορπίζομαι:
    \разбредаться в разные стороны σκορπίζω δεξιά καί ἀριστερά· мы разбрелись по домам σκορπίσαμε στά σπίτια μας.

    Русско-новогреческий словарь > разбредаться

  • 6 развеиваться

    разве||иваться
    прям., перен σκορπίζω (άμετ.), σκορπίζομαι, διαλύομαι:
    пыль \развеиватьсяялась ἡ σκόνη σκόρπισε· тоска \развеиватьсяялась ἡ μελαγχολία πέρασε.

    Русско-новогреческий словарь > развеиваться

  • 7 рассредоточиваться

    рассредоточивать||ся
    ἀραιώνομαι, (δια)σκορπίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > рассредоточиваться

  • 8 сыпаться

    сыпать||ся
    1. (δια)σκορπίζομαι·
    2. (о звуках, ударах и т. п.) πέφτω, πίπτω:
    \сыпатьсяся градом πέφτω βροχή, πέφτω χαλάζι·
    3. (о ткани \сыпаться разрушаться) ξεφτίζω, ξεφτώ.

    Русско-новогреческий словарь > сыпаться

  • 9 взлететь

    -ечу, -етишь, ρ.σ.
    1. πετώ προς τα άνω, ανίπταμαι•

    -ла куропатка из-под моих ног πέταξε η πέρδικα κάτω από τα πόδια μου.

    2. ανεβαίνω γρήγορα, πετάγομαι επάνω•

    -по лестнице ανεβαίνω γρήγορα τη σκάλα.

    εκφρ.
    -ел на воздух, – α) τινάχτηκε στον αέρα•
    склад бомб -ел на воздух – η αποθήκη βομβών τινάχτηκε στον αέρα. β) μτφ. σκορπίζομαι, διαλύομαι, χάνομαι, πάω περίπατο (για όνειρα, ελπίδες, σχέδια κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > взлететь

  • 10 нестись

    -сусь, -сшься, παρλθ. χρ. несся, -слась, -слось, μτχ. παρλθ. χρ. нсшийся р δ.
    1. κινούμαι, φεύγω, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα•

    всадник -сётся на конё ο καβαλάρης πιλαλάει στο άλογο•

    корабль -сётся по ветру το καράβι σχίζει γοργά τα νερά με ούριο άνεμο.

    || τρέχω γρήγορα. || (για ήχο, μυρουδιά) αναδίδομαι, εκπέμπομαι, διαχέομαι. || σκορπίζομαι στον αέρα ακούομαι•

    отовсюду -сутся радостные голоса από παντού έρχονται χαρούμενες φωνές.

    || μτφ. διαδίδομαι•

    -сутся слухи κυκλοφορούν φήμες.

    2. (για χρόνο) περνώ γρήγορα. || (για γεγονότα)• εξελίσσομαι γρήγορα.
    3. γεννώ αυγά, ωοτοκώ•

    курица -тся η κότα γεννάει.

    4. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, κουβαλιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > нестись

  • 11 разбросать

    παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбросанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. διασκορπίζω, πετώ άτακτα• διασπείρω•

    разбросать навоз διασκορπίζω την κόπρο•

    разбросать сено σκορπίζω το χορτάρι•

    разбросать семена διασκορπίζω τους σπόρους•, разбросать бумаги σκορπίζω τα χαρτιά.

    2. απλώνω, αοίγω(τα χέρια, τα πόδια).
    3. ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα• σπαταλώ, σκορπώ•

    -все деньги σκορπώ όλα τα χρήματα•

    разбросать на ветер εξανεμίζω•

    разбросать по всему свету σκορπίζω στα τέσσερασημεία του ορίζοντα.

    1. αγαπώ να ρίχνω• με τραβά η ρίψη.
    2. απλώνομαι, τεντώνομαι. || σκορπίζομαι.
    3. εκτείνομαι, είμαιδιασκορπισμένος, διεσπαρμένος•

    город разбросатьлея на далкое расстояние η πόλη εκτείνονταν σε μεγάλη απόσταση.

    4. ασχολούμαι, καταπιάνομαι με πολλές δουλείες• αποσπωμαι.

    Большой русско-греческий словарь > разбросать

  • 12 развеять

    -вею, -веешь
    ρ.σ.μ.
    (για άνεμο, φύσημα).
    1. παρασύρω, (δια)σκορπίζω• ανεμοσκορπίζω•

    ветром -ло пыль ο αέρας παρέσυρε τη σκόνη•

    ветер -ял облака ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.

    || μτφ. καταστρέφω, εξαφανίζω•

    развеять в прах κάνω στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    2. ανεμίζω•

    ветер -ял флаги, волосы ο αέρας ανέμισε τις σημαίες, τα μαλλιά.

    1. παρασύρομαι, (δια)σκορπίζομαι (από τον άνεμο).
    2. μτφ. καταστρέφομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι• εξανεμίζομαι• σβήνω.
    3. ανεμίζω•

    волосы -лись τα μαλλιά ανέμισαν.

    Большой русско-греческий словарь > развеять

  • 13 разлить

    разолью, разольшь, παρλθ. χρ. -лил, -ла, -ло, προστκ. разлей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлитый, βρ: -лит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χύνω•

    разлить вино на скатерть χύνω κρασίστο τραπεζομάντηλο•

    разлить молоко χύνω το γάλα.

    2. (εκ)κενώνω, ρίχνω, βάζω•

    он -ил всем суп αυτός έβαλε σε όλους σούπα•

    разлить вино в стаканы ρίχνω κρασί στα ποτήρια.

    3. μτφ. διαχέω, ξαπλώνω, σκορπώ•

    солнце -ло свой лучи ο ήλιος σκόρπισε τις ακτίνες του•

    цветы разлитьли благоухание τα λουλούδια σκόρπισαν ευωδιά.

    1. χύνομαι•

    молоко -лось το γάλα χύθηκε.

    2. ρίχνομαι, εκκενώνομαι, αδειάζω.
    3. πλημμυρίζω• ξεχειλίζω•

    речки -лись τα ποταμάκια πλημμύρισαν.

    4. μτφ. διαχέομαι, ξαπλώνομαι, διαδίδομαι• σκορπίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разлить

  • 14 рассорить

    ρ.σ.μ. προκαλώ μάλωμα, τσακωμό, καβγά•

    рассорить друзей βάζω τους φίλους να μαλώσουν.

    μαλώνω, φιλονικώ• καβγαδίζω.
    ρ.σ.μ. σκορπώ από απροσεξία•χύνω•

    рассорить зерно по двору σκορπώ το σιτάρι στην αυλή.

    || μτφ. δαπανώ, ξοδεύω άσκοπα (στον αέρα), σπαταλώ τα χρήματα.
    πέφτοντας σκορπίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > рассорить

  • 15 рассыпать

    -плю, -плешь, προστκ. рассыпь ρ.σ.μ.
    1. (δια)σκορπίζω, διασπείρω• χύνω•

    рассыпать по скатерти соль χύνω το αλάτι στο τραπεζομάντηλο•

    всю муку она -ла на пол όλο το αλεύρι αυτή το έχυσε στο πάτωμα•

    рассыпать уголь σκορπίζω το κάρβουνο•

    рассыпать сено σκορπίζω το χόρτο.

    2. ρίχνω•

    рассыпать муку по мешкам ρίχνω αλεύριστα τσουβάλια.

    3. (για μαλλιά) αφήνω να πέσουν, να κρέμονται.
    4. αραιώνω•

    рассыпать роту δίνωαραιά διάταξη στο λόχο.

    1. (δια)σκορπίζομαι, διασπείρομαι.
    2. πέφτω, γίνομαι κομμάτια, κομματιάζομαι.
    3. (για μαλλιά) πέφτω, κρέμομαι•

    е волосы -лись прядами по плечам τα μαλλιά της έπεφταν μπούκλες στους ώμους.

    4. (για πλήθος, κοπάδι) φεύγω προς διάφορες κατευθύνσεις• σκορπίζω, -ομαι• χωρίζομαι, κατανέμομαι, μοιράζομαι•

    охотники -лись по лесу οι κυνηγοί σκόρπισαν στο δάσος.

    5. διαχέομαι• αναλύομαι•

    рассыпать в коплиментах κάνω πολλά κοπλιμέντα•

    рассыпать в похвалах εγκωμιάζω πολύ, πλέκω εγκώμια.

    6. ηχώ (διακοφτά, τρεμουλιαστά). || διαδίδομαι, ακούομαι (για γέλιο, κελάηδημα κ.τ.τ.).
    ρ.δ.
    βλ. рассыпать.
    βλ. рассыпаться.

    Большой русско-греческий словарь > рассыпать

  • 16 растаскивать

    ρ.δ.
    βλ. растащить.
    σκορπίζομαι, διαλύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > растаскивать

См. также в других словарях:

  • σκορπίζομαι — σκορπίζομαι, σκορπίστηκα, σκορπισμένος βλ. πίν. 34 και πρβλ. σκορπιέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγγελοσκορπίζομαι — σκορπίζομαι σε κομμάτια από τον άγγελο τού θανάτου, πεθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + σκορπίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • ανακίδναμαι — ἀνακίδναμαι (Α) σκορπίζομαι, υψώνομαι προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κίδναμαι «εξαπλώνομαι, διασκορπίζομαι», παθητ. τού άχρηστου κίδνημι, ποιητ. αντί σκεδάννυμαι] …   Dictionary of Greek

  • κίδναμαι — (Α) (ποιητ. τ. αντί σκεδάννυμαι μόνο στον ενεστ. και παρατ.) εξαπλώνομαι πάνω από κάτι, σκορπίζομαι («Ἠὼς μέν... ἐκίδνατο πᾱσαν ἐπ αἶαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκεδάννυμι] …   Dictionary of Greek

  • κατασκίδναμαι — (Α) κατασκορπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκίδναμαι, αρχαιότερος τ. τού σκεδάννυμαι «σκορπίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • καταχέω — και επιτ. τ. καταχεύω (Α) 1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.) 2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.) 3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε …   Dictionary of Greek

  • μυριοσκορπίζω — (Μ) (συν. το μέσ.) μυριοσκορπίζομαι σκορπίζομαι σε πάρα πολλά μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)* + σκορπίζω] …   Dictionary of Greek

  • μυριοσκορπώ — μυριοσκορπῶ, έω (Μ) (συν. το μέσ.) μυριοσκορποῡμαι, έομαι σκορπίζομαι σε πολλά διαφορετικά σημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)* + σκορπῶ] …   Dictionary of Greek

  • περιδαπανώμαι — άομαι, Α δαπανώμαι, σκορπίζομαι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δαπανῶμαι (< δαπάνη)] …   Dictionary of Greek

  • σκορπιέμαι — σκορπιέμαι, σκορπίστηκα, σκορπισμένος βλ. πίν. 173 και πρβλ. σκορπίζομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»