Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκοπήσῃ

  • 1 σκοπήση

    σκοπάω
    aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
    σκοπάω
    aor subj act 3rd sg (attic ionic)
    σκοπάω
    fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
    σκοπέω
    behold: aor subj mid 2nd sg
    σκοπέω
    behold: aor subj act 3rd sg
    σκοπέω
    behold: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > σκοπήση

  • 2 σκοπήσῃ

    σκοπάω
    aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
    σκοπάω
    aor subj act 3rd sg (attic ionic)
    σκοπάω
    fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
    σκοπέω
    behold: aor subj mid 2nd sg
    σκοπέω
    behold: aor subj act 3rd sg
    σκοπέω
    behold: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > σκοπήσῃ

См. также в других словарях:

  • σκοπήσῃ — σκοπάω aor subj mid 2nd sg (attic ionic) σκοπάω aor subj act 3rd sg (attic ionic) σκοπάω fut ind mid 2nd sg (attic ionic) σκοπέω behold aor subj mid 2nd sg σκοπέω behold aor subj act 3rd sg σκοπέω behold fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οισοφαγοσκόπηση — η ιατρ. η οισοφαγοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος + σκόπηση (< σκοπώ «εξετάζω, παρατηρώ»), πρβλ. βρογχο σκόπηση. Η λ., στον λόγιο τ. οὶσοφαγοσκόπησις, μαρτυρείται από το 1895 στον Σ. Ζαγκαρόλα] …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγγοσκοπία — ή σαλπιγγοσκόπηση, η, Ν ιατρ. η εξέταση τής ευσταχιανής σάλπιγγας με σαλπιγγοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαλπιγγοσκοπία < σάλπιγγα + σκοπία (< σκοπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ομφαλο σκοπία. Ο τ. σαλπιγγο σκόπηση μέσω ενός ρ.… …   Dictionary of Greek

  • τριχοειδοσκόπηση — η, Ν ιατρ. η τριχοειδοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριχοειδής + σκόπηση (< σκοπώ < σκοπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ενδο σκόπηση] …   Dictionary of Greek

  • φακοσκόπηση — η, Ν ιατρ. μέθοδος εξέτασης τού κρυσταλλοειδούς φακού τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + σκόπηση (< σκοπώ < σκόπος*), πρβλ. γαστρο σκόπηση] …   Dictionary of Greek

  • αιδοιοσκοπία — και σκόπηση, η ιατρική εξέταση τού αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αιδοίο + σκοπώ, πρβλ. αγγλ. edeoscopy] …   Dictionary of Greek

  • βροχοσκοπία — και βροχοσκόπηση, η η καταμέτρηση του ποσού της βροχής σε μια περιοχή, καθώς και οι υπόλοιπες μετεωρολογικές παρατηρήσεις που είναι συναφείς προς αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. βροχοσκοπία < βροχή + σκοπία < σκοπος < σκοπός βροχοσκόπηση < βροχή +… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτοσκόπηση — και γαλακτοσκοπία, η η γαλακτομέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. γαλακτοσκόπηση < γάλα ( κτος) + σκόπηση < σκοπώ γαλακτοσκοπία < γάλα( κτος) + σκοπία < σκοπος < σκοπός. Η λ. γαλακτοσκόπησις μαρτυρείται από το 1894 από τον Αναστάσιο Χρηστομάνο στην… …   Dictionary of Greek

  • φαρυγγοσκοπία — και φαρυγγοσκόπηοη, η, Ν ιατρ. άμεση εξέταση τού φάρυγγα με την βοήθεια φαρυγγοσκοπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharyngoscopie < φάρυγξ, υγγος + σκόπηση (< σκοπώ < σκόπος*)] …   Dictionary of Greek

  • ωοσκοπία — η / ᾠοσκοπία, ΝΑ, και ωοσκόπηση, Ν αβγομαντεία νεοελλ. (τροφ. τεχνολ.) η εξέταση τού περιεχομένου ακέραιων αβγών με τη βοήθεια ισχυρής φωτεινής δέσμης, για την ποιοτική ταξινόμησή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + σκοπία / σκόπηση (< σκόπος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»