-
1 νυμφαιος
-
2 οιονομος
I2[οἶος + νέμω] одинокий, пустынный(Κιθαιρῶνος σκοπιαί Anth.)
IIὅ [οἶς + νέμω] овечий пастух, овчар Anth. -
3 σκοπια
эп.-ион. σκοπιή ἥ1) возвышенное место, наблюдательный пункт(τὸν ἀπὸ σκοπιῆς εἶδε Hom.)
2) вершина(οὔρειαι σκοπιαί Eur.)
Ἰλιὰς σ. Eur. — высоты Илионской твердыни3) наблюдение(σκοπιέν ἔχειν τινός Her.)
-
4 τηλεφανης
-
5 χιονοθρεμμων
См. также в других словарях:
σκοπιαί — σκοπιά lookout place fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαυλώ — ἐπαυλῶ, έω (Α) 1. παίζω αυλό σύμφωνα με μια μελωδία, συνοδεύω κάτι με αυλό («ἡμίφωνον ἤδη τῇ θυσίᾳ ἐπαυλοῡν», Λουκιαν.) 2. αντηχώ, αντιλαλώ («πρὸς τὰ αὐλήματα τῶν ποιμένων αἱ σκοπιαὶ ἐπαυλοῡσαι», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυλώ (< αυλός)… … Dictionary of Greek