-
1 νυμφαιος
См. также в других словарях:
νυμφαῖος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαίος — α, ο (Α νυμφαῑος, αία, ον) [Νύμφα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», Ανθ. Παλ.) 2. (το ουδ. ως ο υ σ.) το νυμφαίο(ν) ιερό τών Νυμφῶν, τόπος όπου λατρευόταν οι Νύμφες αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
νυμφαῖον — νυμφαῖος of masc acc sg νυμφαῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαῖα — νυμφαῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαῖαι — νυμφαῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαῖοι — νυμφαῖος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαία — νυμφαίᾱ , νυμφαία yellow water lily fem nom/voc/acc dual νυμφαίᾱ , νυμφαία yellow water lily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νυμφαί̱ᾱ , νυμφαῖος of fem nom/voc/acc dual νυμφαί̱ᾱ , νυμφαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαίας — νυμφαίᾱς , νυμφαία yellow water lily fem acc pl νυμφαίᾱς , νυμφαία yellow water lily fem gen sg (attic doric aeolic) νυμφαί̱ᾱς , νυμφαῖος of fem acc pl νυμφαί̱ᾱς , νυμφαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαίων — νύμφαιον neut gen pl νυμφαί̱ων , νυμφαῖος of fem gen pl νυμφαί̱ων , νυμφαῖος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. * * * η (Α νυμφαία) γένος υδρόβιων διακοσμητικών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια νυμφαιίδες αρχ. ως κύριο όν. η Νυμφαία η Αριάδνη … Dictionary of Greek
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek