Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

σκονάκι

См. также в других словарях:

  • σκονάκι — το, Ν [σκόνη] υποκορ. 1. μικρή ποσότητα φαρμάκου σε σκόνη 2. δόση ναρκωτικού 3. συνεκδ. μικρή ποσότητα κρασιού 4. μτφ. μικρό σημείωμα με συμπυκνωμένες σημειώσεις που χρησιμοποιείται από τους εξεταζόμενους σε γραπτές εξετάσεις για αντιγραφή …   Dictionary of Greek

  • σκονάκι — το 1. μικρή ποσότητα φαρμάκου σε σκόνη. 2. δόση ναρκωτικού. 3. σημείωμα για κρυφή αντιγραφή σε γραπτή εξέταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Hellenic Quest — refers to an urban legend that circulated around Greek websites [http://www.tanea.gr//Article.aspx?d=20080201 nid=7353312 sn= spid=221] and was widely reproduced without prior verification by any source. According to the Hellenic Quest story, CNN …   Wikipedia

  • ξηρίο(ν) — το (ΑΜ ξηρίον και ξήριον) [ξηρός] νεοελλ. λόγια ονομασία ποσότητας κονιοποιημένου φαρμάκου, κν. σκονάκι αρχ. αποξηραντική σκόνη, η οποία επιπασσόταν πάνω σε τραύματα ή πληγές …   Dictionary of Greek

  • σκόνη — η, Ν 1. πολύ μικρά μόρια στερεάς ύλης, κονιορτός («θωρούσι σκόνης σύννεφο στα ύψη σηκωμένο», Ερωτόκρ.) 2. ποσότητα κονιοποιημένου φαρμάκου, σκονάκι 3. φρ. α) «μ έκανε σκόνη» μτφ. μέ διέλυσε, μέ κατανίκησε β) «ρίχνω σκόνη στα μάτια» μτφ. εξαπατώ,… …   Dictionary of Greek

  • σκόνη — η 1. πολύ μικρά μόρια στερεής ύλης: Στούμπισε τη ζάχαρη και την έκανε σκόνη. 2. μικροί κόκκοι χώματος: Φύσηξε αέρας και σήκωσε σκόνη. 3. φάρμακο, σκονάκι. 4. φρ., «Με έκανε σκόνη», με διέλυσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»