Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σκολ-

См. также в других словарях:

  • σκολ(ε)ιαρούδι — το, Ν βλ. σχολειαρούδι …   Dictionary of Greek

  • σκoλιός — ά, ό / σκολιός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που παρουσιάζει στρέβλωση στο σχήμα του, κεκαμμένος, διάστροφος, κυρτός, λοξός («πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον», Ηρόδ.) 2. (για ατραπούς, οδούς ή ποταμούς) αυτός που βαίνει ελικοειδώς,… …   Dictionary of Greek

  • σκολάκι(ο)ν — τὸ, Μ θρυαλλίδα, φιτίλι λυχναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκολ (βλ. λ. σκολιός) + επίθημα άκι(ο)ν] …   Dictionary of Greek

  • σκόλακες — οἱ, Α σπάγγοι μεγάλου μήκους, με τους οποίους, αφού τούς βουτούσαν πρώτα σε κερί, περιέζωναν τον ναό κατά τη διάρκεια εορτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκολ (βλ. λ. σκολιός) + επίθημα αξ, ακος] …   Dictionary of Greek

  • σκόλοπας — ο / σκόλοψ, οπος, ΝΜΑ σώμα επίμηκες που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, ώστε να μπορεί να μπήγεται, πάσσαλος, παλούκι νεοελλ. μτφ. βάσανο, ενόχλημα αρχ. 1. μικρή σχίζα, αγκάθι 2. εργαλείο κατάλληλο για χειρουργική επέμβαση στην ουρήθρα 3. το οξύ άκρο… …   Dictionary of Greek

  • φουζαρίωση — το, Ν (φυτοπαθ.) φυτονόσος που προκαλείται από τα διάφορα είδη φουζαρίου, προσβάλλει την πατάτα, την ντομάτα κ.ά. φυτά και έχει ως αποτέλεσμα τη σήψη τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουζάριο + κατάλ. ίωση (< ρ. σε ιώ / ιώνω), πρβλ. σκολ ίωση] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»