-
1 σκολιός
σκολιός (nach den Alten von σκέλλω, durch Trockenheit gekrümmt?), krumm, gebogen; σκίπων, Eur. Hec. 65; σίδηρος, Her. 2, 86; gewunden, geschlängelt, übh. ungrade, Ggstz v. ὀρϑός, ὄρϑιος; dah. auch schief, schräg, εἰς πλάγια καὶ σκολιὰ τυποῦσα, Plat. Theaet. 194 b; verdreht, u. bes. häufig übertr., unredlich, falsch, tückisch, hinterlistig, σκολιαὶ ϑέμιστες Il. 16, 387, μῠϑοι Hes. O. 194, δίκαι 221. 252; auch adv. σκολιῶς, 260. 264; im eigtl. Sinne, ὁδοί, Pind. P. 2, 85; ἀπάται, frg. 232; λαβύρινϑος, Callim. Del. 311; seltener von Menschen, Hes. O. 7; σκολιὰ φρονεῖν, Scol. 14 Jac.; σκολιὸν λέγειν, Ar. Vesp. 1240, Schol. κολακικόν; εὐϑύνει δὲ δίκας σκολιάς, Solon v. 36 bei Dem. 19, 255; πάντα σκολιὰ ὑπὸ ψεύδους καὶ ἀλαζονείας, Plat. Gorg. 525 a; πράττειν σκολιά, Theaet. 173 a. – Strab. XIV setzt ἔργα σκολιά den ξόανα ἀρχαῖα gegenüber, die man auf künstliche Bildsäulen gedeutet hat, es muß aber Σκοπάδια heißen, od. Σκόπα. – Dunkel ist σκολιῶν ὄρϑρων κνίσματα δακρυχαρῆ Mel. 102 (V, 166).
-
2 δρακοντο-ειδής
δρακοντο-ειδής, ές, drachen-, schlangenartig, Sp. – Adv., δρακοντοειδῶς καὶ σκολιῶς ῥεῖν, von Schlangenwindungen eines Flusses, Strab. IX, 424.
-
3 ὀνοτάζω
ὀνοτάζω, = ὄνομαι, tadeln, schmähen; H. h. Merc. 30; σκολιῶς, Hes. O. 260. – Eben so im med., γάμον ὀνοταζόμεναι, verschmähend, Aesch. Suppl. 10; Ion bei Phot., der ἐκφαυλίζεσϑαι erkl.
-
4 δρακοντοειδής
δρακοντο-ειδής, ές, drachen-, schlangenartig. Adv., δρακοντοειδῶς καὶ σκολιῶς ῥεῖν, von Schlangenwindungen eines Flusses
См. также в других словарях:
σκολιῶς — σκολιός curved adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… … Dictionary of Greek
σκoλιός — ά, ό / σκολιός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που παρουσιάζει στρέβλωση στο σχήμα του, κεκαμμένος, διάστροφος, κυρτός, λοξός («πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον», Ηρόδ.) 2. (για ατραπούς, οδούς ή ποταμούς) αυτός που βαίνει ελικοειδώς,… … Dictionary of Greek
ԿԱՄԱԿՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1040 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c գ. στρεβλότης, σκολιότης perversitas, tortuositas, obliquitas. իսկ Կամակորութեամբ, σκολιῶς perverse. Ծամածռութիւն. խեղաթիւրութիւն. խոտորնակութիւն. (որ վրիպակաւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)