-
1 σκληρ-αγωγία
σκληρ-αγωγία, ἡ, harte, strenge Zucht, Erziehung, Sp., wie Philo.
-
2 σκληραγωγία
σκληρ-αγωγία, ἡ, harte, strenge Zucht, Erziehung
См. также в других словарях:
κομπαγωγία — κομπαγωγία, ἡ (Α) καυχησιολογία, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος «καύχησις» + αγωγία < αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία, σκληρ αγωγία] … Dictionary of Greek
κακαγωγία — κακαγωγία, ἡ (Α) κακή αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + αγωγία (< αγωγος < ἄγω), πρβλ. σκληρ αγωγία] … Dictionary of Greek
τρυφεραγωγία — ἡ, Α τρυφηλή ανατροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + αγωγία (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. σκληρ αγωγία] … Dictionary of Greek