Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σκληρ-αγωγία

См. также в других словарях:

  • κομπαγωγία — κομπαγωγία, ἡ (Α) καυχησιολογία, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος «καύχησις» + αγωγία < αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία, σκληρ αγωγία] …   Dictionary of Greek

  • κακαγωγία — κακαγωγία, ἡ (Α) κακή αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + αγωγία (< αγωγος < ἄγω), πρβλ. σκληρ αγωγία] …   Dictionary of Greek

  • τρυφεραγωγία — ἡ, Α τρυφηλή ανατροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + αγωγία (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. σκληρ αγωγία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»