-
1 σκληρος
дор. σκλᾱρός 31) сухой, твердый(γῆ Aesch., Xen.)
2) жесткий, тугой(κοίτη Plat.)
3) упругий(τιτθία Arph.; μαστοί Arst.)
4) крепкий, сильный (sc. παῖς Plut.)5) окостеневший, утративший гибкость (sc. γέρων Plat.)6) сухой, терпкий(οἶνος Arph.)
7) резкий, пронзительный(βρονταί Her.; ἄνεμοι NT.)
8) яркий(αὐγή Arst.)
9) суровый, тяжелый(βίος Men.; συμφοραί Eur.)
10) угрюмый, мрачный(ἦθος Plat.)
11) непокорный, упрямый(φρονήματα Soph.)
12) строгий, неумолимый(δικαστής Arph.)
13) непреклонный(θράσος Eur.)
14) жестокий, злобный(ἄνθρωπος NT.)
σκληρὰ ἀοιδός Soph. = Σφίγξ15) крутой(κοιλία Arst.). - см. тж. σκληρόν
-
2 σκληρός
σκληρός, ά, όν жесткий (ср. мед. склероз; σκέλλομαι усыхать, τὸ σκελετόν мумия, ὁ σκελετός скелет) -
3 σκληρός
η, ό [ά, όν ]1) твёрдый; жёсткий; затверделый; 2) перен. жёсткий, суровый; жестокий, ожесточённый; очерствелый, бессердечный, бесчувственный (о человеке);σκληρ νόμος — суровый закон;
γίνομαι σκληρός — ожесточаться;
κάνω κάποιον σκληρό — ожесточать кого-л.;
σκληρές μάχες — жестокие, ожесточённые бои;
3) упрямый, непокорный;4) суровый, трудный, тяжёлый; 5) резкий, грубый, неприятный (о манере говорить и т. п.);§ σκληρό νερό — жёсткая вода
-
4 σκληρός
{прил., 6}жесткий, твердый, тугой, жестокий, трудный.Синонимы: 840 ( αὐστηρός).Ссылки: Мф. 25:24; Ин. 6:60; Деян. 9:5; 26:14; Иак. 3:4; Иуд. 1:15. LXX: 7186 (השֶָׁק).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκληρός
-
5 σκληρός
{прил., 6}жесткий, твердый, тугой, жестокий, трудный.Синонимы: 840 ( αὐστηρός).Ссылки: Мф. 25:24; Ин. 6:60; Деян. 9:5; 26:14; Иак. 3:4; Иуд. 1:15. LXX: 7186 (השֶָׁק).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκληρός
-
6 σκληρὸς
жесткийΣκληρόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκληρὸς
-
7 Σκληρός
ЖесткоеσκληρὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Σκληρός
-
8 σκληρός
жесткий, твердый, тугой, жестокий, трудный; син. αὐστηρός; LXX: (קָשֶׂה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκληρός
-
9 σκληρός
[склирос] ас. твердый, жестокий, суровый, жестокий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκληρός
-
10 σκληρός
[склирос] ас. твердый, жестокий, суровый, жестокий. -
11 σκλαρος
-
12 αὐστηρός
суровый, строгий, резкий, жесткий; син. σκληρός; σκληρός говорит о бесчеловечности, жестокости характера, а αὐστηρός говорит о строгости или суровости в общем.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐστηρός
-
13 δυσκαμπης
-
14 εκπηγνυω
1) досл. замораживать, перен. уплотнять, делать твердым2) приводить в оцепенение, оглушать -
15 κραυρος
I2 и 3сухой, хрупкий, ломкий(ἥ τῆς ὀστεΐνης φύσεως ἕξις Plat.; κ. καὴ σκληρός Arst.)
IIὅ предполож. чума рогатого скота и свиней Arst. -
16 λιθοομαι
превращаться в камень, каменеть(σκληρὸς καὴ λελιθωμένος Arst.; λ. ὑπὸ χρόνου Plut.)
-
17 οστεωδης
-
18 υποσκληρος
-
19 επίδεσμος
-
20 840
{прил., 2}суровый, строгий, резкий, жесткий.Синонимы: 4642 ( σκληρός) говорит о бесчеловечности, жестокости характера, а 840 ( αὐστηρός) говорит о строгости или суровости в общем.Ссылки: Лк. 19:21, 22.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 840
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκληρός — hard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
σκληρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση και δεν κάμπτεται ή δεν πιέζεται: Ο χάλυβας ανήκει στα σκληρά μέταλλα. 2. μτφ., άσπλαχνος, πολύ αυστηρός: Μου φέρθηκε πολύ σκληρά. – Ο λοχαγός του είναι πολύ σκληρός. 3. άκαμπτος, άτεγκτος: Είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
Σκληρός, Αθανάσιος — Λόγιος και γιατρός του 17ου αι. Καταγόταν από το Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης και επονομαζόταν Πικρός και Πικρίδης. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έζησε στην Κρήτη, στην πρώτη περίοδο του μεγάλου Τουρκοβενετικού… … Dictionary of Greek
Σκληρός, Γεώργιος — Ψευδώνυμο του γιατρού και κοινωνιολόγου Γ. Κωνσταντινίδη (Τραπεζούντα 1875 Αίγυπτος 1919). Ο Σ. σπούδασε ιατρική και βιολογία στην Ιένα της Γερμανίας, απ’ όπου πήγε στη Ρωσία. Εκεί, όπως φημολογείται, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας. Από τη… … Dictionary of Greek
Πέτρος ο Σκληρός — (1334 – 1369). Βασιλιάς της Καστίλης. Γιος του Αλφόνσου IA΄ και της Μαρίας της Πορτογαλίας, έγινε βασιλιάς σε ηλικία 16 χρόνων και, τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη Λευκή των Βουρβόνων, την οποία όμως εγκατάλειψε τρεις μέρες αργότερα για χάρη… … Dictionary of Greek
σκληρά — σκληρός hard neut nom/voc/acc pl σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc/acc dual σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότερον — σκληρός hard adverbial comp σκληρός hard masc acc comp sg σκληρός hard neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτάτων — σκληρός hard fem gen superl pl σκληρός hard masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτέραις — σκληρός hard fem dat comp pl σκληροτέρᾱͅς , σκληρός hard fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)