-
1 σκληρό-γεως
σκληρό-γεως, von, mit hartem, festem Boden, von, mit harter Erde, Sp.
-
2 σκληρογέως
σκληρο-γέως, ων,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκληρογέως
-
3 σκληρόγεως
σκληρό-γεως, von, mit hartem, festem Boden, von, mit harter Erde
См. также в других словарях:
σκληρόγεως — ων, Α αυτός που έχει σκληρό, στερεό έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + γεω (βλ. λ. γῆ), πρβλ. λεπτό γεως] … Dictionary of Greek