-
1 σκληραυχην
-
2 σκληραύχην
A stiff-necked, unmanageable, prop. of horses, Ph.1.114, Plu.2.2f: metaph., Ph.2.528.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκληραύχην
-
3 σκληραύχην
σκληρ-αύχην, ὁ, ἡ, hartnäckig, unbändig, wild, eigentlich vom Pferde -
4 σκληροτράχηλος
A stiff-necked, LXX Ex.33.3, al., Aesop.318, Act.Ap.7.51; cf. σκληραύχην:—hence [full] σκληροτρᾰχηλέω, Hsch.s.v. Τελχιτένοντες, Phot.s.v. Τελχιταίνει, EM751.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκληροτράχηλος
См. также в других словарях:
σκληραύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α (κυρίως μτφ. για άλογα) σκληροτράχηλος, ατίθασος («τινὲς δὲ ἀδάμαστοι μείναντες οὐ σκληραύχενες καὶ θυμοειδεῑς ἀπέβησαν;», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + αὐχήν, αὐχένος] … Dictionary of Greek
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
σκληραυχενία — ἡ, Α [σκληραύχην, ενος] μτφ. (για άλογα) η ιδιότητα τού σκληραύχενος, το να είναι κανείς ατίθασος, το πείσμα, η ισχυρογνωμοσύνη … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek