-
1 σκιᾱ-γραφικός
σκιᾱ-γραφικός, ή, όν, zur Malerei mit Schatten und Licht, bes. zur perspectivischen Malerei gehörig, geschickt, ἡ σκιαγραφική, sc. τέχνη, = σκιαγραφία, Sp.
-
2 σκιᾱγραφικός
σκιᾱ-γραφικός, ή, όν, zur Malerei mit Schatten und Licht, bes. zur perspectivischen Malerei gehörig, geschickt
См. также в других словарях:
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek