-
1 σκιοωντο
-
2 αγυια
эп. тж. ἄγυιᾰ (ᾰγ) ἥ1) улица (sc. πόλεως Hom.; Θηβαῖαι ἀγυιαί Soph.; ἥ ἀ. ἥ πρὸς τὸ βασίλειον φέρουσα Xen.)2) дорога(Ἑλλάδος ἀγυιαί Eur.)
σκιόωντο ἀγυιαί Hom. — на дорогах стемнело3) pl. селение, город Pind. -
3 σκιαω
См. также в других словарях:
σκιόωντο — σκιάω overshadow imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)