-
1 σκιλλιτικός
A of squills, ὄξος ς. vinegar of squills, Dsc.2.171, Archig. ap. Orib.44.26.11, etc.; sts. wrongly written σκιλλητικός:—also [full] σκιλλητικώδης, ες (leg. σκιλλιτ-),= σκιλλιτικός, Gal.13.242; [full] σκίλλινος, η, ον, Dsc.Eup.1.75, Archig. ap. Orib.8.1.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιλλιτικός
-
2 σκιλλιτικόν
σκιλλιτικόςof squills: masc acc sgσκιλλιτικόςof squills: neut nom /voc /acc sg -
3 σκιλλιτικής
-
4 σκιλλιτικῆς
-
5 σκιλλιτικού
-
6 σκιλλιτικοῦ
-
7 σκιλλιτικώ
-
8 σκιλλιτικῷ
См. также в других словарях:
σκιλλιτικός — και σκιλλητικός, ή, όν, Α [σκιλλίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό σκίλλα 2. αυτός που παράγεται από το φυτό σκίλλα … Dictionary of Greek
σκιλλιτικόν — σκιλλιτικός of squills masc acc sg σκιλλιτικός of squills neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιλλιτικοῦ — σκιλλιτικός of squills masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιλλιτικῆς — σκιλλιτικός of squills fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιλλιτικῷ — σκιλλιτικός of squills masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιλλιτικώδης — και σκιλλητικώδης, ῶδες, Α [σκιλλιτικός] σκιλλιτικός* … Dictionary of Greek
σκίλλινος — ίνη, ον, Α [σκίλλα] σκιλλιτικός* … Dictionary of Greek
σκιλλητικός — ή, όν, Α βλ. σκιλλιτικός … Dictionary of Greek