Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σκιλλιτικός

См. также в других словарях:

  • σκιλλιτικός — και σκιλλητικός, ή, όν, Α [σκιλλίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό σκίλλα 2. αυτός που παράγεται από το φυτό σκίλλα …   Dictionary of Greek

  • σκιλλιτικόν — σκιλλιτικός of squills masc acc sg σκιλλιτικός of squills neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιλλιτικοῦ — σκιλλιτικός of squills masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιλλιτικῆς — σκιλλιτικός of squills fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιλλιτικῷ — σκιλλιτικός of squills masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιλλιτικώδης — και σκιλλητικώδης, ῶδες, Α [σκιλλιτικός] σκιλλιτικός* …   Dictionary of Greek

  • σκίλλινος — ίνη, ον, Α [σκίλλα] σκιλλιτικός* …   Dictionary of Greek

  • σκιλλητικός — ή, όν, Α βλ. σκιλλιτικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»