-
1 σκιαρά
σκιαρόςneut nom /voc /acc plσκιαρά̱, σκιαρόςfem nom /voc /acc dualσκιαρά̱, σκιαρόςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)σκιερόςshady: neut nom /voc /acc plσκιαρά̱, σκιερόςshady: fem nom /voc /acc dualσκιαρά̱, σκιερόςshady: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 λίβανος
λῐβᾰνος (ἡ)1 frankincense-tree. νεάνιδες αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε fr. 122. 3. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ ( λιβάνων σκιαρᾶν <?> coni. Snell: λιβάνῳ σκιαρᾷ Boeckh: λιβάνῳ σκιαρὸν unus cod. Plutarchi, Bergk) Θρ. 7. 4. -
3 σκιαρός
1 shadyἼστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν O. 3.14
αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα O. 3.18
φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ ( σκιαρὸν c. uno cod. Plutarchi Bergk: σκιαρᾷ Boeckh: λιβάνων σκιαρᾶν <?> Snell) Θρ. 7. 4.
См. также в других словарях:
σκιαρά — σκιαρός neut nom/voc/acc pl σκιαρά̱ , σκιαρός fem nom/voc/acc dual σκιαρά̱ , σκιαρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σκιερός shady neut nom/voc/acc pl σκιαρά̱ , σκιερός shady fem nom/voc/acc dual σκιαρά̱ , σκιερός shady fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιάρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ Κεφαλληνία». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σκιαρός / σκιερός (< σκιά)] … Dictionary of Greek