-
1 σκιαραίς
-
2 σκιαραῖς
См. также в других словарях:
σκιαραῖς — σκιαρός fem dat pl σκιερός shady fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 σκιαραίς
2 σκιαραῖς
σκιαραῖς — σκιαρός fem dat pl σκιερός shady fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)