Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σκιαμαχία

См. также в других словарях:

  • σκιαμαχία — σκιαμαχίᾱ , σκιαμαχία a fighting against a shadow fem nom/voc/acc dual σκιαμαχίᾱ , σκιαμαχία a fighting against a shadow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαμαχίᾳ — σκιαμαχίᾱͅ , σκιαμαχία a fighting against a shadow fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαμαχία — η, ΝΜΑ, και σκιομαχία Α [σκιαμαχῶ] το να μάχεται κανείς με κάτι το υποτιθέμενο, το ανύπαρκτο, όπως είναι η σκιά, μάταιος, άσκοπος αγώνας αρχ. 1. ως κύριο όν. Σκιαμαχία τίτλος σάτιρας τού Ουάρρωνος 2. το να μάχεται κανείς στη σκιά ή να ασκείται… …   Dictionary of Greek

  • σκιαμαχία — η 1. η μάχη εναντίον ανύπαρκτων εχθρών. 2. μάταιος αγώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιαμαχίας — σκιαμαχίᾱς , σκιαμαχία a fighting against a shadow fem acc pl σκιαμαχίᾱς , σκιαμαχία a fighting against a shadow fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαμαχίαι — σκιαμαχίᾱͅ , σκιαμαχία a fighting against a shadow fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαμαχίαν — σκιαμαχίᾱν , σκιαμαχία a fighting against a shadow fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SCIAMACHIA — Graece Σκιαμαχία. Latin. umbratilis pugna, Ep. 117. Senecae Ventilatio, pugnae Gymnasticae olim species fuit, quae sine teils fiebat adeoque monomachiae vel hoplomachiae erat oppsita, ex mente Oribasii. Secundum alios, quâ homo adversus umbram et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • σκιομαχία — ἡ, Α βλ. σκιαμαχία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»