-
1 σκιαδηφόρος
A carrying a sunshade, of the daughters of μέτοικοι at Athens, who carried sunshades for the κανηφόροι in the Panathenaic procession, v.l.ib. 134 (but σκιαδοφόροι ib. 174).II generally, shading, shady, Ael.NA16.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιαδηφόρος
См. также в других словарях:
σκιαδοφόρος — α, ο / σκιαδοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και σκιαδιοφόρος Ν, και σκιαδηφόρος Α αυτός που κρατά σκιάδιο, δηλαδή ομπρέλα για τον ήλιο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκιαδοφόρα βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης κορνώδη, με 275… … Dictionary of Greek