-
1 σκιαδίσκη
См. также в других словарях:
σκιαδίσκη — ἡ, Α (υποκορ. τ.) μικρό σκιάδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά / σκιάς, άδος + επίθημα ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη)] … Dictionary of Greek
σκιαδίσκην — σκιαδίσκη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)