-
1 σκιᾱγράφος
σκιᾱ-γράφος, eigtl. Schatten malend, mit Schatten malend, Schatten u. Licht nach richtigen Verhältnissen im Gemälde verteilend, welches zuerst der Maler Apollodoros verstand, der deshalb ὁ σκιαγράφος hieß; übh. Perspective malend; aber auch = nur einen flüchtigen Umriß oder Schattenriß zeichnend -
2 σκιο-γράφος
σκιο-γράφος, davon σκιογραφέω u. σκιογραφία, ἡ, spätere und schlechtere Formen statt σκιαγράφος u. s. w., Lob. Phryn. p. 646.
-
3 σκιᾱ-γραφία
σκιᾱ-γραφία, ἡ, die Handlung, die Kunst des σκιαγράφος, Malerei mit richtiger Vertheilung von Schatten u. Licht, bes. perspectivische. – Uebertr., Vorspiegelung, Blendwerk, Täuschung, indem man den Schatten für den Körper selbst ansieht, Plat. Phaed. 69 b Rep. X, 602 d; σκιαγραφίᾳ ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεϑα περὶ αὐτά, Critia. 167 c; vgl. Arist. rhet. 3, 12.
-
4 σκιᾱ-γράφος
σκιᾱ-γράφος, eigtl. Schatten malend, mit Schatten malend, Schatten u. Licht nach richtigen Verhältnissen im Gemälde vertheilend, welches nach Plut. zuerst der Maler Apollodoros verstand, der deshalb ὁ σκιαγράφος hieß, als πρῶτος ἀνϑρώπων ἐξευρὼν φϑορὰν καὶ ἀπ όχρωσιν σκιᾶς; übh. Perspective malend; aber auch = nur einen flüchtigen Umriß oder Schattenriß zeichnend; Sp.
-
5 σκιᾱγραφία
σκιᾱ-γραφία, ἡ, die Handlung, die Kunst des σκιαγράφος, Malerei mit richtiger Verteilung von Schatten u. Licht, bes. perspectivische. Übertr., Vorspiegelung, Blendwerk, Täuschung, indem man den Schatten für den Körper selbst ansieht
См. также в других словарях:
σκιαγράφος — σκιᾱγράφος , σκιαγράφος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαγράφος — ο, ΝΜΑ, και σκιογράφος Α νεοελλ. χαρακτικό όργανο τών λιθογράφων το οποίο χρησιμοποιείται για τη χάραξη λεπτών παράλληλων γραμμών που δίνουν την εντύπωση σκιάς μσν. αυτός που ζωγραφίζει με φωτοσκιάσεις αρχ. 1. αυτός που κατέχει τους κανόνες τής… … Dictionary of Greek
σκιαγράφου — σκιάγραφος perspective painter masc gen sg σκιᾱγράφου , σκιαγράφος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαγράφων — σκιάγραφος perspective painter masc gen pl σκιᾱγράφων , σκιαγράφος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Απολλόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σκιαγράφος (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Επονομάστηκε σκιαγράφος επειδή θεωρείται ότι χρησιμοποιούσε διαβαθμίσεις της φωτοσκίασης, δίνοντας έτσι πλαστικότητα στις μορφές και στα αντικείμενα που ζωγράφιζε και … Dictionary of Greek
σκιαγράφον — σκιᾱγράφον , σκιαγράφος masc/fem acc sg σκιᾱγράφον , σκιαγράφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Apollodore (Peintre) — Pour les articles homonymes, voir Apollodore. Apollodore est un peintre athénien du Ve siècle av. J. C. Il fut surnommé « le Skiagraphe » (σκιαγραφος, littéralement « le peintre d ombre ») car il fut, avec Zeuxis, le… … Wikipédia en Français
Apollodore (peintre) — Pour les articles homonymes, voir Apollodore. Apollodore est un peintre athénien du Ve siècle av. J.‑C. Il fut surnommé « le Skiagraphe » (σκιαγραφος, littéralement « le peintre d ombre ») car il fut, avec Zeuxis, le … Wikipédia en Français
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
σκιαγραφία — η, ΝΑ, και σκιογραφία Α [σκιαγράφος] 1. η τέχνη τού να σκιαγραφεί κανείς, τού να φιλοτεχνεί σκιαγραφήματα 2. συνεκδ. το ίδιο το σκιαγράφημα νεοελλ. 1. ζωγραφική απόδοση τής σκιάς τών αντικειμένων 2. σχέδιο που αποτελείται μόνο από άσπρο και μαύρο … Dictionary of Greek
σκιαγραφικός — ή, ό / σκιογραφικός, ή, όν, ΝΑ [σκιαγράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σκιαγραφία ή γίνεται με σκιαγραφία νεοελλ. φρ. «σκιαγραφική ουσία» ιατρ. ουσία συγκριτικά αδιαφανής στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό,… … Dictionary of Greek