-
1 σκιαζω
1) покрывать тенью, осенять(ἄρουραν Hom.; τὰ ἡλιούμενα Xen.)
γένυς σκιάζεται Eur. — щеки покрываются (первым) пушком;ὅ γνώμων σκιάζει μέσην τέν πόλον Luc. — стрелка отбрасывает тень на середину солнечных часов2) закрывать, покрывать, окутывать(κεφαλάν Eur.)
σ. τινὰ βελέεσσιν Hes. — засыпать кого-л. тучей стрел3) ( в живописи) накладывать тень, тушевать Luc.4) оставлять в тени(τῇ μὲν ὅ ἥλιος ἀνέχει, τῇ δὲ σκιάζει Arst.)
-
2 σκιάζω
-
3 σκιάζω
[скиаэо] ρ заслонять свет, покрывать тенью, затенять. (ζωγρ) оттенять, класть тени, тушевать. -
4 αποσκιαζω
-
5 επισκιαζω
1) покрывать тенью, осенять(τινί и τινά NT.)
2) погружать во тьму(ἥλιος, δυόμενος πάντα ἐπισκιάζεσθαι ποιεῖ Sext.; перен. τὸν βίον τινός Luc.)
3) укрывать, скрывать(ὅ τύμβος ἐπισκιάζει τινά Anth.)
λαθραῖον ὄμμα ἐπεσκιασμένη Soph. — укрыв во тьме (свой) глаз, т.е. спрятавшись в темноте -
6 κατασκιαζω
(fut. κατασκιάσω - атт. κατασκιῶ)1) осенять, покрывать тенью(καρπὸς κατασκιαζόμενος Plut.)
2) укреплять в виде навеса(τὸ ἱλαστήριον NT.)
λαβὼν ὑφάσματα, κατεσκίαζε Eur. — взяв ткани, он сделал (из них) навес3) покрывать(πάντα σαρξὴ ἄνωθεν Plat.)
4) засыпать, осыпать(βελέεσσι Τιτῆνας Hes. - in tmesi)
κ. κόνει Soph. — засыпать прахом, хоронить -
7 περισκιαζω
покрывать тенью, затенятьἐν νυκτὴ περισκιαζομενῃ Plut. — в темноте ночи;
τῷ περισκιάζεσθαι σήπεται (τὰ ὕδατα) Plut. — от затененности (т.е. будучи лишены света) воды загнивают -
8 συσκιαζω
1) покрывать тенью, осенять Hes.2) покрываться тенью, осеняться(πεύκαισι Eur.)
σ. γένυν Eur. — обрастать бородой3) покрывать, защищать4) скрывать, таить(τὰς ἁμαρτίας Dem.)
См. также в других словарях:
σκιάζω — 1 σκίασα βλ. πίν. 35 (προφ. σκιάζω) 2 έσκιαξα βλ. πίν. 23 (προφ. σκιάζω) Σημειώσεις: σκιάζω : η διαφορά προφοράς και η διαφορά ως προς το σχηματισμό των αοριστικών τύπων αντιστοιχεί σε διαφορά σημασίας. Το σκι άζω σημαίνει καλύπτω με σκιά, ενώ το … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκιάζω — overshadow pres subj act 1st sg σκιάζω overshadow pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιάζω — (I) ΝΑ [σκιά] 1. καλύπτω με σκιά («Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.) 2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούς νεοελλ. εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιά αρχ. 1. καλύπτω, κρύβω («τὸ… … Dictionary of Greek
σκιάζω — I έσκιαξα, σκιάχτηκα, σκιαγμένος, φοβίζω κάποιον, τον τρομάζω ξαφνικά: Βγήκε ξαφνικά μπροστά μου και με έσκιαξε. II σκίασα, σκιάστηκα, σκιασμένος 1. κάνω σκιά: Αυτή η ροδακινιά στον κήπο σκιάζει τα λαχανικά. 2. σχηματίζω σκιά σε ζωγραφιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιάζετε — σκιάζω overshadow pres imperat act 2nd pl σκιάζω overshadow pres ind act 2nd pl σκιάζω overshadow imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιάζῃ — σκιάζω overshadow pres subj mp 2nd sg σκιάζω overshadow pres ind mp 2nd sg σκιάζω overshadow pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσκιασμένα — σκιάζω overshadow perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσκιασμένᾱ , σκιάζω overshadow perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσκιασμένᾱ , σκιάζω overshadow perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαζομένων — σκιάζω overshadow pres part mp fem gen pl σκιάζω overshadow pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαζόμενον — σκιάζω overshadow pres part mp masc acc sg σκιάζω overshadow pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαζόντων — σκιάζω overshadow pres part act masc/neut gen pl σκιάζω overshadow pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιάζει — σκιάζω overshadow pres ind mp 2nd sg σκιάζω overshadow pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)