-
1 σκιάδια
σκιάδιονneut nom /voc /acc pl -
2 σκαφη-φόρος
σκαφη-φόρος, eine Wanne, Schaale tragend. In Athen hießen die μέτοικοι bes. σκαφηφόροι, nach Harpocr., weil sie bei den Festaufzügen der Panathenäen σκάφαι, Gefäße zum Opfern (s. oben) tragen mußten, wie ihre Frauen und Töchter ὑδρεῖα und σκιάδια (s. ὑδριαφόροι und σκιαδηφόροι). Er führt aus Dinarch. an οἳ ἀντὶ σκαφηφόρων ἔφηβοι εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀναβήσονται, οὐχ ὑμῖν ἔχοντες χάριν τῆς πολιτείας; Dienst und Benennung galt als schimpflich, weil dies Geschäft sonst nur die Sklaven verrichteten, Böckh Staatshb. II p. 76.
-
3 σκαφηφόρος
σκαφη-φόρος, eine Wanne, Schale tragend. In Athen hießen die μέτοικοι bes. σκαφηφόροι, weil sie bei den Festaufzügen der Panathenäen σκάφαι, Gefäße zum Opfern tragen mußten, wie ihre Frauen und Töchter ὑδρεῖα und σκιάδια; Dienst und Benennung galt als schimpflich, weil dies Geschäft sonst nur die Sklaven verrichteten
См. также в других словарях:
σκιάδια — σκιάδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
UMBELLA — dicta ab umbra, quam facit, Graecis σκιάδιον, caput velut caelum quoddam, tegit; feminis hodieque nobilioribus in usu, inprimis in Italia. Eius meminit Martialis, l. 14. Epigr. 28. cuilemma, Umbella: Accipe quae nimios vincant umbracula Soles,… … Hofmann J. Lexicon universale
σκιαδοφόρος — α, ο / σκιαδοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και σκιαδιοφόρος Ν, και σκιαδηφόρος Α αυτός που κρατά σκιάδιο, δηλαδή ομπρέλα για τον ήλιο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκιαδοφόρα βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης κορνώδη, με 275… … Dictionary of Greek
PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… … Hofmann J. Lexicon universale
PEPLUM — et indutui fuit et amictui, ut Varro loquitur et Apuleius. Iul. Pollux l. 7. c. 3. Ἔςθημα δ᾿ ἐςτὶ διπλοῦν τὴν χρείαν, ὡς ενδύναι τε καὶ ἐπιβάλλεςθαι: cuius locô vocem ἀ μφιβάλλεςθαι usurpat Lycophron in Alex. Inde veteres Graeci etiam caelum… … Hofmann J. Lexicon universale
Σκιάποδες — οἱ, Α 1. μυθικός λαός τής Λιβύης ή τής Αιθιοπίας ή τής Ινδίας, που, σύμφωνα με την παράδοση, έλαβε την ονομασία αυτή, επειδή οι κάτοικοι είχαν τόσο τεράστια πέλματα, ώστε τούς χρησίμευαν και ως σκιάδια, ως καλύμματα τής κεφαλής 2. (κατά τον… … Dictionary of Greek
άνηθο — Φυτό μονοετές της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα), που αυτοφύεται στις μεσογειακές χώρες, στην Αφρική και στην Ασία. Φτάνει σε ύψος τα 30 70 εκ., έχει γραμμωτούς, κοίλους βλαστούς και χρώμα γαλαζοπράσινο, φύλλα φτερωτά, κατά νηματοειδή … Dictionary of Greek
ανεμώνη — (anemone). Ονομασία πολυάριθμων λουλουδιών και φυτών, από τα οποία άλλα είναι αυτοφυή και άλλα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Το γένος α. ανήκει στην οικογένεια των ρανουγκουλιδών και περιλαμβάνει ριζωματώδεις πόες με πρώιμη ανοιξιάτικη… … Dictionary of Greek
αντήλιος — α, ο (AM ἀντήλιος, ον) αυτός που βρίσκεται απέναντι στον ήλιο, ο ανατολικός.|| νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αντήλιο το να βάζει κανείς το ένα ή και τα δύο χέρια στο μέτωπο για να προστατεύσει τα μάτια από τον ήλιο. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀντήλια 1 … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek