-
1 σκηπτρο-φόρος
σκηπτρο-φόρος, einen Stab, ein Scepter tragend, herrschend, Sp.
-
2 σκηπτροφόρος
σκηπτρο-φόρος, ον,A sceptre-bearing, πατήρ (prob. Zeus) Delph.3(1).510.3 (iv B.C.); kingly,σοφία AP12.101
(Mel.); cf. σκηπτοφόρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκηπτροφόρος
-
3 σκηπτροφόρος
σκηπτρο-φόρος, einen Stab, ein Scepter tragend, herrschend -
4 σκηπτροφορος
См. также в других словарях:
σκηπτροφόρος — και ποιητ. τ. σκηπτοφόρος και δωρ. τ. σκαπτοφόρος, ον, Α 1. αυτός που φέρει, που κρατά σκήπτρο 2. βασιλικός («σκηπτροφόρος σοφία», Μελέαγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκήπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + φόρος*] … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek