-
1 σκηπτούχε
-
2 σκηπτοῦχε
См. также в других словарях:
σκηπτοῦχε — σκηπτοῦχος bearing a staff masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηπτούχος — ο / σκηπτοῡχος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκαπτοῡχος Α αυτός που φέρει σκήπτρο ή ράβδο ως ένδειξη εξουσίας, ηγεμόνας μσν. (στο Βυζ.) προσωνυμία τού αυτοκράτορα («σκηπτοῡχε Κομνηνόβλαστε, κάρτιστε κοσμοκράτωρ», Πρόδρ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek