-
1 σκηνη
ἥ1) палатка, шатер Soph., Thuc., Xen., Polyb.; pl. лагерная стоянка, лагерь(σκηναὴ ναυτικαί Soph.)
2) торговая палатка3) верх экипажа, навес4) крытая повозка(σκηναὴ τροχήλατοι Aesch.)
5) балдахин над кроватью, полог Dem.6) театральный помост, подмостки, сценаοἱ ἀπὸ σκηνῆς Dem., οἱ περὴ σκηνήν Plut. и οἱ ἐπὴ σκηνῆς Luc. — действующие на сцене лица, актеры;
τὰ ἀπὸ σκηνῆς (sc. μέλη или ᾄσματα) Arst. — песни, исполняемые действующими лицами драмы ( не хором)7) досл. театральное произведение, перен. вымысел или призрак Anth.8) пиршество (в шатре)9) обитель(αἰώνιοι σκηναί NT.)
10) дом, род(σ. Δαυὴδ ἥ πεπτωκυῖα NT.)
11) скиния NT. -
2 σκηνή
η1) палатка; шатёр; 2) театр, сцена;τό ανέβασμα στη σκηνή — постановка;
η τοποθέτηση στη σκηνή — мизансцена;
πρώτη σκηνή της τρίτης πράξης — первая сцена третьего действия;
ανεβάζω στη σκηνή ( — или ανεβιβάζω επί της σκηνής) — ставить на сцене;
ανέρχομαι στη σκηνή — или ανέρχομαι επί της σκηνής — становиться актёром;
З) перен. сцена;δημιουργώ ( — или κάνω) σκηνές — устраивать сцены;
4) театр, занавес;5) театр, декорация -
3 σκηνή
ἡ σκηνή 1. шатер, палатка; кибитка (> церк. скиния); 2. скена (строение, возвышавшееся позади орхестры -> σκηνογραφία театральные декорации; лат. sc(a)ena, нем. Szene, сцена) -
4 σκηνή
{сущ., 20}скиния, шатер, палатка, куща, обитель.Ссылки: Мф. 17:4; Мк. 9:5; Лк. 9:33; 16:9; Деян. 7:43, 44; 15:16; Евр. 8:2, 5; 9:1-3, 6, 8, 11, 21; 11:9; 13:10; Откр. 13:6; 15:5; 21:3. LXX: 168 (להֶאֺ), 4608 (הלֶעֲמַ), 5521 (הָכּסֻ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκηνή
-
5 σκηνή
{сущ., 20}скиния, шатер, палатка, куща, обитель.Ссылки: Мф. 17:4; Мк. 9:5; Лк. 9:33; 16:9; Деян. 7:43, 44; 15:16; Евр. 8:2, 5; 9:1-3, 6, 8, 11, 21; 11:9; 13:10; Откр. 13:6; 15:5; 21:3. LXX: 168 (להֶאֺ), 4608 (הלֶעֲמַ), 5521 (הָכּסֻ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκηνή
-
6 σκηνῇ
скинииσκηνὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκηνῇ
-
7 σκηνὴ
скинияпалатка обиталище σκηνῇΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκηνὴ
-
8 σκηνή
скиния, шатер, палатка, куща, обитель; LXX: (אֹהֶל), (מַעֲלֶה), (לסכָּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκηνή
-
9 σκηνή
-
10 σκηνή
[скини] ооа. Θ. палатка, шатер, (θεατρ) сцена. -
11 σκανα
-
12 αμφηρης
21) прилаженный с обеих сторонἀμφῆρες δόρυ Eur. — двухлопастное весло
2) сложенный вместе, сваленный в кучу(ξύλα Eur.)
3) со всех сторон сбитый, крепко сколоченный(σκηνή Eur.)
-
13 δημοσια
I.дор. δᾱμοσία ἥ (sc. σκηνή)( у спартанцев) царская палатка
οἱ περὴ δαμοσίαν Xen. — царские советникиII.ион. δημοσίῃ adv.1) в общественном порядке, от лица государства(δ. μὲν οὐ, ἰδίᾳ δέ Thuc.; ἀσκεῖν δ. τὰ πρὸς τὸν πόλεμον Xen.)
2) на общественный или государственный счет(θάψαι τινά Her.; τιμᾶν τοὺς ἀποθανόντας Thuc.)
3) по решению или с разрешения государства4) по приговору суда(ἀποκτιννύναι τινά Plat.; τεθνάναι Xen., Dem.)
III.Iτά1) общественная казна, государственные доходы Arph., Arst., Polyb.2) государственные дела(τὰ δ. πράττειν Plut.)
IIadv. Arph. = δημοσίᾳ См. δημοσια 2 -
14 εκατοντακλινος
-
15 χρηματιστικος
-
16 χρυσοροφος
-
17 βουβός
-
18 εγκαταλείπω
μετ.1) покидать, оставлять; бросать;εγκαταλείπω τα τέκνα μου (τη γυναίκα μου) — бросать детей (жену);
εγκαταλείπω στην τύχη — бросать на произвол судьбы;
εγκαταλείπω τη σκηνή — бросать сце- ну;
οι δυνάμεις του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν силы начали его покидать;εγκαταλείπω κάθε ελπίδα — оставить всякую надежду;
2) забрасывать, оставлять без ухода (сад и т. п.);3) эмигрировать;εγκαταλείπω την Ελλάδα — эмигрировать из Греции
-
19 λυρικός
-
20 σκηνογραφία
η1) см. σκηνή 5; 2) декоративное искусство
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκηνή — tent fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek
σκηνῇ — σκηνάω banqueters pres subj mp 2nd sg (doric) σκηνάω banqueters pres ind mp 2nd sg (doric) σκηνάω banqueters pres subj act 3rd sg (doric) σκηνάω banqueters pres ind act 3rd sg (doric) σκηνάω banqueters pres subj mp 2nd sg (epic ionic) σκηνάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνή — η 1. πρόχειρο στέγασμα από πανί, τσαντίρι: Οι στρατιώτες έστησαν τις σκηνές τους κάτω από δέντρα. 2. μέρος του θεάτρου πιο ψηλά από την πλατεία όπου παίζουν οι ηθοποιοί. 3. τμήμα ενός θεατρικού έργου: Η πρώτη πράξη αυτού του έργου περιλαμβάνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκήνη — σκῆνος hut neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκῆνος hut neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκηνάω banqueters pres imperat act 2nd sg (doric) σκηνάω banqueters pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σκηνάω banqueters imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκηνή του μαρτυρίου — Όρος της Π. Διαθήκης με τον οποίο χαρακτηριζόταν ο φορητός ναός, που αποτελούνταν από ξύλινο πλαίσιο σκεπασμένο με παραπετάσματα και τον οποίο οι Ισραηλίτες έφεραν μαζί τους στις περιπλανήσεις τους στην έρημο. Μέσα σε αυτόν υπήρχε η Κιβωτός της… … Dictionary of Greek
Νέα Σκηνή — Το πρώτο ελληνικό θεατρικό σχήμα που λειτούργησε ως Σωματείο (ομάδα καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας), ενώ συνέβαλε καθοριστικά στην ανανέωση της ελληνικής θεατρικής πραγματικότητας. Η Ν.Σ. ιδρύθηκε από τον συγγραφέα, μεταφραστή και σκηνοθέτη… … Dictionary of Greek
σκηνῆι — σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres subj mp 2nd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres ind mp 2nd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres subj act 3rd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres ind act 3rd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηναῖς — σκηνή tent fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηναῖσι — σκηνή tent fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηναῖσιν — σκηνή tent fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)