-
1 σκηνύδριον
σκηνύδριον, τό, dim. von σκηνή, Plut. Mar. 37.
См. также в других словарях:
σκηνύδριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνύδριον — τὸ, Α υποκορ. μικρή σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek