-
1 σκηνοποιία
σκηνοποιίᾱ, σκηνοποιίαtent-making: fem nom /voc /acc dualσκηνοποιίᾱ, σκηνοποιίαtent-making: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————σκηνοποιίαι, σκηνοποιίαtent-making: fem nom /voc plσκηνοποιίᾱͅ, σκηνοποιίαtent-making: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 σκηνοποιίᾳ
Βλ. λ. σκηνοποιία -
3 σκηνοποιία
σκηνοποι-ία, ἡ,A tent-making: pitching of tents, Aen.Tact.8.3, Rev.Arch.3(1934).40 (Amphipolis, iii/ii B.C.), Plb.6.28.3; building of a theatre, D.C.67.2; nest-building, of swallows, Antig.Mir.37: metaph., σ. τῆς τύχης theatrical, dramatic stroke of fortune, Hld.10.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκηνοποιία
-
4 σκηνοποιίας
σκηνοποιίᾱς, σκηνοποιίαtent-making: fem acc plσκηνοποιίᾱς, σκηνοποιίαtent-making: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 σκηνοποιίαν
σκηνοποιίᾱν, σκηνοποιίαtent-making: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 σκηνοποιίαις
σκηνοποιίαtent-making: fem dat pl
См. также в других словарях:
σκηνοποιία — σκηνοποιίᾱ , σκηνοποιία tent making fem nom/voc/acc dual σκηνοποιίᾱ , σκηνοποιία tent making fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοποιία — η, σκηνοποιΐα, ΝΑ [σκηνοποιός] κατασκήνωση («ἡ τὲ τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν σκηνοποιΐα παραπλήσιος», Αιν. Τακτ.) αρχ. 1. ίδρυση σκηνής, δημιουργία θεάτρου 2. κτίσιμο φωλιάς 3. θεατρική παράσταση 4. φρ. «σκηνοποιΐα της τύχης» μτφ. η συχνή μεταβολή… … Dictionary of Greek
σκηνοποιίᾳ — σκηνοποιίαι , σκηνοποιία tent making fem nom/voc pl σκηνοποιίᾱͅ , σκηνοποιία tent making fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοποιία — η κατασκευή σκηνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκηνοποιίας — σκηνοποιίᾱς , σκηνοποιία tent making fem acc pl σκηνοποιίᾱς , σκηνοποιία tent making fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοποιίαν — σκηνοποιίᾱν , σκηνοποιία tent making fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοποιίαις — σκηνοποιία tent making fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)