-
1 σκηνογραφέω
A show as in a theatre, stage-manage, Hld.10.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκηνογραφέω
-
2 σκηνογραφία
σκηνογρᾰφ-ία, ἡ,A scene-painting, Arist.Po. 1449a18 (who ascribes its introduction to Sophocles): pl., Plb.12.28A.1.2 metaph., illusion, τραγῳδία καὶ ς. Plu.Arat.15, S.E.M.7.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκηνογραφία
-
3 σκηνογραφικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκηνογραφικός
-
4 σκηνογράφος
σκηνόγρᾰφ-ος (parox.), ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκηνογράφος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский