Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

σκηνικός

См. также в других словарях:

  • σκηνικός — of the stage masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικός — ή, ό / σκηνικός, ή, όν, ΝΜΑ [σκηνή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή θεάτρου, θεατρικός («σκηνικό έργο» θεατρικό έργο, όπως είναι η τραγωδία και η κωμωδία) 2. φρ. «σκηνικοί αγώνες» (στην αρχαία Ρώμη) θεατρικές παραστάσεις συνδεδεμένες με …   Dictionary of Greek

  • σκηνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σκηνή του θεάτρου: Ο σκηνικός διάκοσμος ήταν εντυπωσιακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκηνικά — σκηνικός of the stage neut nom/voc/acc pl σκηνικά̱ , σκηνικός of the stage fem nom/voc/acc dual σκηνικά̱ , σκηνικός of the stage fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικώτερον — σκηνικός of the stage adverbial comp σκηνικός of the stage masc acc comp sg σκηνικός of the stage neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικῶν — σκηνικός of the stage fem gen pl σκηνικός of the stage masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικόν — σκηνικός of the stage masc acc sg σκηνικός of the stage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικαῖς — σκηνικός of the stage fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικαί — σκηνικός of the stage fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικοῖς — σκηνικός of the stage masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικοί — σκηνικός of the stage masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»