-
41 oenophorum
oenophorum (sc. vas), ī, n. (οἰνοφόρον, sc. σκεῦος), ein Weingeschirr, Flaschenkorb, Lucil. 139. Hor. sat. 1, 6, 109. Pers. 5, 140. Iuven. 6, 426. – Sing. auch oenoferus, ī, m., nach Prob. de nom. exc. 211, 13 K. – Plur. Nbf. oenophoria, iōrum, n., Paul. sent. 3, 6, 90 ed. Huschke u. ed. Krueger.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > oenophorum
-
42 vasculum
vāsculum, ī, n. (Demin. v. vas), I) das kleine Gefäß, Geschirr, a) übh., Cato, Quint. u.a.: stagneum (= stanneum), Apul.: vinarium, Plin.: vascula operis antiqui, Suet. – b) insbes., der Bienenkorb, Pallad. 7, 7, 8. – II) übtr.: 1) die Samenkapsel gewisser Früchte, Plin. 15, 115 u. 18, 53. – 2) (wie im Griech. σκεῦος) = mentula, Petron. 24, 7; vgl. Soran. Lat. p. 18, 21 ff.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > vasculum
-
43 ἀκατάσκευος
ἀ-κατά-σκευος, dass., bes. ungekünstelt, einfach -
44 ἀπαράσκευος
ἀ-παρά-σκευος, unvorbereitet, ungerüstet. Auch: ohne Aufwand, einfach -
45 ἄσκευος
ἄ-σκευος u. ἀ-σκευής ( σκευή), ohne Gerät, ohne Rüstung; ohne Waffen u. Heer -
46 ἀσκευής
ἄ-σκευος u. ἀ-σκευής ( σκευή), ohne Gerät, ohne Rüstung; ohne Waffen u. Heer -
47 αὐτόσκευος
αὐτό-σκευος, selbst zugerichtet, schlecht gemacht; dah. kunstlos -
48 ἐγκατάσκευος
ἐγ-κατά-σκευος, künstlich gearbeitet; bes. vom Stil: rhetorisch geschmückt, geziert -
49 ἔκσκευος
ἔκ-σκευος, ungerüstet, unverlarvt -
50 ἐμπαράσκευος
-
51 ἐνδιάσκευος
-
52 ἔνσκευος
-
53 εὐκατασκεύαστος,
εὐ-κατα-σκεύαστος, u. εὖ-κατά-σκευος, leicht zu verfertigen -
54 εὖκατάσκευος
εὐ-κατα-σκεύαστος, u. εὖ-κατά-σκευος, leicht zu verfertigen -
55 εὔσκευος
-
56 καταιγιγνώσκω
καταιγιγνώσκω, (1) anmerken, an einem etwas bemerken; καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους, er merkte dem Alten seine Art ab; bes. von Nachteiligem od. Lächerlichem; οὐ καταγνώσομαί γε σοῦ, ὅπερ τῶν ἄλλων καταγιγνώσκω, ich werde von dir das nicht erleben; übh. genau erkennen. (2) gegen einen etwas urteilen, zu jemandes Nachteil entscheiden, verurteilen, τινός τι, z. B. τῶν διαφυγόντων ϑάνατον, den Entflohenen den Tod zuerkennen; τοῦτον φόνου, diesen wegen Mordes verurteilen; ἐκτίνειν τὸ καταγνωσϑέν, wozu man verurteilt worden; καταγιγνώσκων τοῦ ἀνϑρώπου, verurteilen; πολλήν γ' ἐμοῦ κατέγνωκας δυςτυχίαν, du hältst mich für sehr unglücklich; σκεῦος καταγνωσϑὲν ἀχρηστίαν, für unbrauchbar erklärt. Καταγιγνώσκεσϑαι, verachtet werden -
57 κουφόσκευος
-
58 λυχνοῦχος
λυχν-οῦχος, Leuchter- oder Lampenhalter, eine Laterne, von λαμπτήρ u. φανός unterschieden, als σκεῦός τι ἐν κύκλῳ ἔχον κέρατα, ἔνδον δὲ λύχνον ἡμμένον, διὰ τῶν κεράτων τὸ φῶς πέμποντα, also mit hörnerner Umgebung, statt des jetzt üblichen Glases -
59 νεοκατάσκευος,
νεο-κατά-σκευος, u. νεο-κατα-σκεύαστος, neu eingerichtet, gemacht -
60 νεοκατασκεύαστος
νεο-κατά-σκευος, u. νεο-κατα-σκεύαστος, neu eingerichtet, gemacht
См. также в других словарях:
σκεῦος — vessel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… … Dictionary of Greek
σκεύος — το 1. κάθε κινητό πράγμα (εργαλείο, έπιπλο κτλ.) χρήσιμο για τις ανάγκες του ανθρώπου: Νοίκιασα ένα σπίτι εξοπλισμένο με οικιακά σκεύη. 2. φρ., «σκεύος της ψυχής», το σώμα μας. 3. «ιερά σκεύη», τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στις διάφορες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζερβός, Σκεύος — (Κάλυμνος 1875 – Αθήνα 1966). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Βιέννης. Αρχικά, εργάστηκε ως βοηθός και κατόπιν ως επιμελητής στον Ευαγγελισμό. Ταξίδεψε έπειτα στις ΗΠΑ … Dictionary of Greek
δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… … Dictionary of Greek
κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… … Dictionary of Greek
κατάσκευος — κατάσκευος, ον (Α) φρ. «κατάσκευος οἶκος» σπίτι με όλα τα απαραίτητα έπιπλα και σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α παρά σκευος, έν σκευος] … Dictionary of Greek
κουφόσκευος — κουφόσκευος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) ελαφρά οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α προ παρά σκευος, ομοιό σκευος] … Dictionary of Greek
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… … Dictionary of Greek
ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… … Dictionary of Greek