-
1 σκευο-φύλαξ
σκευο-φύλαξ, ακος, ὁ, Wächter, Aufseher der Geräthschaften, des Gepäckes, LXX. u. a. Sp.
-
2 σκευοφύλαξ
σκευο-φύλαξ, ακος, ὁ, Wächter, Aufseher der Gerätschaften, des Gepäckes
См. также в других словарях:
σιγνοφύλαξ — ακος, ὁ, Μ φύλακας τής σημαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίγνον «σήμα, ποίκιλμα» + φύλαξ (πρβλ. σκευο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
συγγραφοφύλαξ — ακος, ὁ, Α (στην Αίγυπτο) υπάλληλος αρμόδιος για τη φύλαξη συμβολαίων και άλλων εγγράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «έγγραφο, συμβόλαιο» / φύλαξ (πρβλ. σκευο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
χορτοφύλαξ — ακος, ὁ, Α φύλακας τού χόρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + φύλαξ (πρβλ. σκευο φύλαξ)] … Dictionary of Greek