Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σκευο-φύλαξ

См. также в других словарях:

  • σιγνοφύλαξ — ακος, ὁ, Μ φύλακας τής σημαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίγνον «σήμα, ποίκιλμα» + φύλαξ (πρβλ. σκευο φύλαξ)] …   Dictionary of Greek

  • συγγραφοφύλαξ — ακος, ὁ, Α (στην Αίγυπτο) υπάλληλος αρμόδιος για τη φύλαξη συμβολαίων και άλλων εγγράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «έγγραφο, συμβόλαιο» / φύλαξ (πρβλ. σκευο φύλαξ)] …   Dictionary of Greek

  • χορτοφύλαξ — ακος, ὁ, Α φύλακας τού χόρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + φύλαξ (πρβλ. σκευο φύλαξ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»