-
1 σκευοπώλαι
-
2 σκευοπῶλαι
См. также в других словарях:
σκευοπῶλαι — σκευοπώλης one who sells masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 σκευοπώλαι
2 σκευοπῶλαι
σκευοπῶλαι — σκευοπώλης one who sells masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)