-
1 σκελοτύρβη
σκελοτύρβηlameness in the leg: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————σκελοτύρβηlameness in the leg: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 σκελοτύρβη
σκελοτύρβη, ἡ,A lameness in the leg, such as to make one totter about, frequent in Arabia, Str.16.4.24; acc. to Gal.19.427, a kind of paralysis.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκελοτύρβη
-
3 σκελοτύρβῃ
Βλ. λ. σκελοτύρβη -
4 σκελοτύρβη
σκελο-τύρβη, ἡ, eine Lähmung des Kniees od. des ganzen Fußes, wobei man hin und her schwankt
См. также в других словарях:
σκελοτύρβη — lameness in the leg fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελοτύρβῃ — σκελοτύρβη lameness in the leg fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελοτύρβη — η, ΝΑ ιατρ. είδος παράλυσης λόγω τής οποίας τα σκέλη κουτσαίνουν άτακτα κατά το βάδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + τύρβη «ταραχή, σύγχυση, αταξία»] … Dictionary of Greek
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek