-
1 σκελεφροί
σκελεφρόςmasc nom /voc pl -
2 σκελιφρός
-
3 σκέλεφερ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκέλεφερ
-
4 σκελιφρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκελιφρός
См. также в других словарях:
σκελεφρός — ά, όν, Α βλ. σκελιφρός … Dictionary of Greek
σκελεφροί — σκελεφρός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέλεθρο — το, Ν 1. σκελετός 2. μτφ. άνθρωπος πολύ αδύνατος ή κάτι πολύ φθαρμένο και αποσκελετωμένο (α. «στέλνει ο άγγελος τού ολέθρου / πείνα και θανατικό, / που με σχήμα ενός σκελέθρου περπατούν αντάμα οι δυο», Σολωμ. 8. «...εδώ φαντάσματα / και σκέλεθρα… … Dictionary of Greek
σκελιφρός — και δ. γρφ. σκελεφρός, ά, όν, Α 1. αποξηραμένος 2. ξηρός, κατάξηρος 3. κάτισχνος («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς...εἶναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλλομαι «είμαι ξηρός» (βλ. λ. σκέλλω), πιθ. κατ επίδραση τών τ. σκληφρός*,… … Dictionary of Greek