-
1 κίδναμαι
κίδναμαι, [voice] Pass. of κίδνημι (only found in the compd. ἐπικ-), poet. for σκεδάννυμαι, used only in [tense] pres. and [tense] impf.,A to be spread abroad or over, of the dawning day,ὑπεὶρ ἅλα κίδναται ἠώς Il.23.227
, cf. 8.1;ὀδμὰ κατὰ χῶρον κ. Pi.Fr.129.6
; κιδναμέναν μελιαδέα γᾶρυν prob. in Simon.41: once in Trag.,ὕπνος ἐπ' ὄσσοις κ. E.Hec. 916
(lyr., v.l. for σκίδ-); κολοιῶν κρωγμὸς.. κιδνάμενος AP7.713
(Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίδναμαι
-
2 σκίδναμαι
σκίδναμαι (= σκεδάννυμαι), imp. σκίδνασθε, inf. - ασθαι, inf. σκίδνατο, ἐσκίδναντο: intrans., disperse, scatter, be diffused, of persons, dust, foam of the sea, a streamlet, Il. 16.375, Il. 11.308, Od. 7.130.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σκίδναμαι
См. также в других словарях:
ανακίδναμαι — ἀνακίδναμαι (Α) σκορπίζομαι, υψώνομαι προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κίδναμαι «εξαπλώνομαι, διασκορπίζομαι», παθητ. τού άχρηστου κίδνημι, ποιητ. αντί σκεδάννυμαι] … Dictionary of Greek
κίδναμαι — (Α) (ποιητ. τ. αντί σκεδάννυμαι μόνο στον ενεστ. και παρατ.) εξαπλώνομαι πάνω από κάτι, σκορπίζομαι («Ἠὼς μέν... ἐκίδνατο πᾱσαν ἐπ αἶαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκεδάννυμι] … Dictionary of Greek
κατασκίδναμαι — (Α) κατασκορπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκίδναμαι, αρχαιότερος τ. τού σκεδάννυμαι «σκορπίζομαι»] … Dictionary of Greek
σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… … Dictionary of Greek