Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σκαφεία

См. также в других словарях:

  • σκαφεία — σκαφείᾱ , σκαφεία digging fem nom/voc/acc dual σκαφείᾱ , σκαφεία digging fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφεία — ἡ, Α [σκαφεύω] (κατά το λεξ. Σούδα) ανόρυξη, σκάψιμο …   Dictionary of Greek

  • σκαφεῖα — σκαφεῖον spade neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφείας — σκαφείᾱς , σκαφεία digging fem acc pl σκαφείᾱς , σκαφεία digging fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσκαφία — ή πανσκαφεία, ἡ, Μ το να ανοίγει ο γεωργός βαθιούς λάκκους για να φυτέψει τα δέντρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σκαφία (< σκαφος < σκάπτω), πρβλ. φυτο σκαφία. Ο τ. πανσκαφεία < παν * + σκαφεία «σκάψιμο»] …   Dictionary of Greek

  • σκάφευση — η / σκάφευσις, εύσεως, ΝΜΑ (στους Πέρσες) σκληρός τρόπος θανατικής εκτέλεσης και μαρτυρίου κατά τον οποίο τοποθετούσαν τον κατάδικο ανάμεσα σε δύο σκάφες αφήνοντας έξω από αυτές το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του εκτεθειμένα στον ήλιο και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»