-
1 σκαφίδιον
σκαφίδιονsmall skiff: neut nom /voc /acc sg -
2 σκαφίδιον
Aσκάφη 1.1
, σ. χαλκοῦν τετρυπημένον ib. 11(2).161 C80 (Delos, iii B.C.).2 Dim. of σκαφίς (B), small skiff, Plb.34.3.2, Str.1.2.16, Luc.Cont.8.II boat-load, POxy.1068.7 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαφίδιον
-
3 σκαφιδίοις
σκαφίδιονsmall skiff: neut dat pl -
4 σκαφιδίου
σκαφίδιονsmall skiff: neut gen sg -
5 σκαφιδίων
σκαφίδιονsmall skiff: neut gen pl -
6 σκαφίδια
σκαφίδιονsmall skiff: neut nom /voc /acc pl -
7 σκαφιδίω
-
8 σκαφιδίῳ
-
9 κατασύρω
Aκατεσϋράμην Pherecyd.158
J.:—[voice] Pass., [tense] aor. 2 κατεσύρην [ῠ] (v. infr.):—draw, pull down, Philum. ap. Aët.9.12 ([voice] Pass.): usu. with a notion of violence,τὰ [ἀεροπόρα] ἐκ τοῦ οὐρανοῦ D.C.Fr.30.4
: metaph.,ἐπιθυμία κ. τὸν ἡνίοχον λογισμόν Ph.1.58
, cf. 1.627 ([voice] Pass.): esp. lay waste, ravage,τὰς [πόλιας] ὅσας πρότερον οὐ κατέσυραν Hdt.6.33
;κατὰ μὲν ἔσυραν Φάληρον, κατὰ δὲ.. πολλοὺς δήμους Id.5.81
;ὡς πλείστην τῆς χώρας Aen.Tact.16.8
, cf. Plb.1.56.3, al.2 drag, carry off,λείαν Pherecyd.
l.c.;γυναῖκας Parth.19
;τινὰ πρὸς τὸν κριτήν Ev.Luc.12.58
: metaph.,τινὰ εἰς ἐκμελῆ πολιτεύματα Phalar.Ep.93.1
.3 sweep away,πελάγη κ. πόλεις Ph.2.142
:—[voice] Pass., metaph., σκολιὰ ῥεῖθρα ὑφ' ὧν οἱ πολλοὶ -σύρονται, ὡς τὰ λόγιά φησιν Orac.Chald.ap.Procl.in Ti. 3.326 D.;εἰς τὸ πλῆθος ὑπὸ τοῦ μερισμοῦ καὶ τῆς διαστάσεως τῶν ὄντων Id.in Prm.p.551
S., cf. Hierocl. in CA19p.461M.b [voice] Pass., rush down, of rivers, etc., D.P.296, Alciphr.3.13, Gp.5.2.17.5 [voice] Pass., to be reduced,σωμάτων λοιμῷ -συρέντων Lib.Or.61.19
(v.l. συρέντων).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασύρω
-
10 περιρρήγνυμι
A break off all round,τὸν γήλοφον κύκλῳ Pl.Criti. 113d
: freq. of clothes, rend and tear off,τὸν χιτωνίσκον D.19.197
;τὴν χλαμύδα Plb. 15.33.4
: also c. acc. pers., strip, Parth. 15.3 :—[voice] Med., περιερρήξατο τοὺς πέπλους tore off her own garments, Plu.Ant.77, cf. Ph.2.44 : abs., J.AJ9.7.3, Arr.An.7.24.3, D.Chr.35.9 ; [γυναῖκες], περιερρηγμέναι Id.46.12
:—[voice] Pass., with [tense] aor. 2 - ερράγην, intr. [tense] pf.περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων A.Th. 328
(lyr.); of the case or membrane that encloses pupa or shellfish,περιρρήγνυται τὸ κέλυφος Arist.HA 551a23
, cf. 552a6 ; περιερρωγέναι τὸ ὄστρακον ib. 601a13 (so in [voice] Act., ἡ σχάδων.. τὸν ὑμένα περιρρήξας (sic) ἐκπέταται ib. 554a30.—[voice] Med., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα ib. 552a9); πέτρα περιρραγεῖσα ib. 578b22 ; of dead flesh, break away, Hp.Fract. 26.II cause a stream to break or divide round a piece of land, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Isoc.11.31
:—[voice] Pass., , cf. Ael.NA7.24 ; βρονταὶ περιερρήγνυντο kept breaking round a place, Plu.Crass. 19.III break a thing round or on another, wreck,τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν Luc.Merc.Cond.2
, cf. Poll.1.114 ;ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Q.S.8.61
.IV ὄρος περιερρωγός broken all round, i.e. precipitous, Nic.Dam.1 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιρρήγνυμι
-
11 σκαφείδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαφείδιον
См. также в других словарях:
σκαφίδιον — small skiff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφιδίοις — σκαφίδιον small skiff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφιδίου — σκαφίδιον small skiff neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφιδίων — σκαφίδιον small skiff neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφιδίῳ — σκαφίδιον small skiff neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφίδια — σκαφίδιον small skiff neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασέρνω — (AM κατασύρω, Μ και κατασύρνω και κατασέρνω) νεοελλ. μσν. κακολογώ, διασύρω, κακογλωσσώ κάποιον μσν. 1. καταντώ, ταπεινώνω κάποιον 2. (σχετικά με τροφή) φέρνω προς τα κάτω, καταπίνω μσν. αρχ. 1. σύρω προς τα κάτω, σέρνω κάποιον στο έδαφος, τραβώ… … Dictionary of Greek
περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… … Dictionary of Greek
σκαφίδι(ο) — (I) το / σκαφίδιον, ΝΜΑ υποκορ. 1. μικρή σκάφη 2. ελαφρύ πλοίο, μικρό πλεούμενο νεοελλ. 1. (χωρίς υποκορ. σημ.) σκάφη 2. τεμάχιο τού μηχανισμού επαναληπτικών τυφεκίων που χρησιμεύει για τη μεταφορά τών φυσιγγίων από την αποθήκη στην είσοδο τής… … Dictionary of Greek
σκαφείδιον — τὸ, Α [σκαφεῑον] 1. (υποκορ. τ. τού σκαφεῑον) μικρό λισγάρι 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκαφείδιον, ή δίκελλα, διαφέρει τοῡ σκαφίδιον, τὸ πλοιάριον» … Dictionary of Greek