Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σκαρδαμυκτής

См. также в других словарях:

  • σκαρδαμύκτης — ὁ, Α [σκαρδαμύσσω] αυτός που ανοιγοκλείνει συχνά τα μάτια του …   Dictionary of Greek

  • σκαρδαμυκταί — σκαρδαμυκτής one who blinks masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρδαμυκτώ — σκαρδαμυκτῶ, έω, ΝΑ [σκαρδαμύκτης] σκαρδαμύσσω …   Dictionary of Greek

  • σκαρδαμυκτῶν — σκαρδαμυκτέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) σκαρδαμυκτής one who blinks masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»