-
1 σκαρδαμυκτης
См. также в других словарях:
σκαρδαμύκτης — ὁ, Α [σκαρδαμύσσω] αυτός που ανοιγοκλείνει συχνά τα μάτια του … Dictionary of Greek
σκαρδαμυκταί — σκαρδαμυκτής one who blinks masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρδαμυκτώ — σκαρδαμυκτῶ, έω, ΝΑ [σκαρδαμύκτης] σκαρδαμύσσω … Dictionary of Greek
σκαρδαμυκτῶν — σκαρδαμυκτέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) σκαρδαμυκτής one who blinks masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)