-
1 σκαπουλάρω
(αόρ. σκαπούλαρα и σκαπουλάρισα) μετ., αμετ.1) спастись, отделаться, избавиться (от чего-л.); избежать опасности; ήταν βαρεία άρρωστος, αλλά τώρα (την) σκαπουλάρισε он был тяжело болен, но сейчас поправился; 2) ускользать (из рук кого-л.); удирать, совершать побег -
2 σκαπουλάρω
[скапуларо] ρ избегать опасности, избегать, освобождаться от чего-либо. -
3 σκαπετίζω
-
4 σκαπουλαίρνω
(αόρ. σκαπουλάρησα) см. σκαπουλάρω
См. также в других словарях:
σκαπουλάρω — σκαπουλάρω, σκαπούλαρα και σκαπουλάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκαπουλάρω — Ν 1. δραπετεύω, διαφεύγω («τή σκαπούλαρε ο κλέφτης») 2. απαλλάσσομαι από κίνδυνο, γλυτώνω, σώζομαι («τή σκαπούλαρε και πάλι» τά κατάφερε πάλι να γλυτώσει) 3. (για άρρωστο) αποθεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scapolare «φεύγω από φόβο»] … Dictionary of Greek
σκαπουλάρω — σκαπούλαρα και σκαπουλάρισα (λ. ιταλ.) 1. ξεφεύγω, δραπετεύω: Μην πας να μας τη σκαπουλάρεις! 2. διασώζομαι, γλιτώνω: Είναι θαύμα πως τη σκαπουλάρισε αυτή τη φορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαπουλάρισμα — το, Ν [σκαπουλάρω] 1. δραπέτευση, διαφυγή 2. γλυτωμός, διάσωση 3. (για άρρωστο) απρόσμενη αποθεραπεία … Dictionary of Greek